καθηγεμών

From LSJ

οὐδέν γε πλὴν ἢ τὸ πέος ἐν τῇ δεξιᾷ → nothing, except for my penis in my right hand | nothing, except what I have in my right hand

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καθηγεμών Medium diacritics: καθηγεμών Low diacritics: καθηγεμών Capitals: ΚΑΘΗΓΕΜΩΝ
Transliteration A: kathēgemṓn Transliteration B: kathēgemōn Transliteration C: kathigemon Beta Code: kaqhgemw/n

English (LSJ)

Ion. κατηγεμών, Dor. καθᾱγεμών, όνος, ὁ, ἡ, leader, guide, τῆς ὁδοῦ Hdt.7.128, cf. Plb.3.48.11; pilot, Id.4.40.8; of a statesman, Ἀράτῳ καθηγεμόνι Χρησάμενος περὶ τῶν ὅλων Id.7.14.4; of the founders of the Epicurean school, Phld.Rh.1.49S., Ir.p.89 W., al.; of Crates, Jul. Or.6.202d; καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς in or to virtue, Plu.Dio1; as a title of gods, Διόνυσος καθηγεμών CIG3068 (Teos); τᾷ εὐεργέτιδι καὶ καθαγεμόνι τᾶς πόλιος SIG559.36 (Arc., from Magn. Mae., iii B.C.); Ἀφροδίτην κ. ποιεῖσθαι Plu.Thes.18; of divinities, τῷ Διί, καθηγεμόνι τούτῳ τῆς τῶν ὄντων διοικήσεως ὄντι Stoic.1.43; καθηγεμόνες εὐτυχοῦς ἀρχῆς OGI 383.86 (Nemrud Dagh, i B.C.): metaph., κ. ταττόμενοι τὸν θυμόν LXX 2 Ma.10.28.

German (Pape)

[Seite 1284] όνος, ὁ, ion. κατηγεμών, = simplex; τῆς ὁδοῦ, Wegweiser, Her. 7, 128; καὶ ὁδηγοί Pol. 3, 48, 11; Sp., wie Plut. Thes. 18; Führer, Leiter, περὶ τῶν ὅλων Pol. 7, 14, 4, wie τῆς ἀρετῆς Plut. Dion. 1.

French (Bailly abrégé)

όνος (ὁ) :
1 guide, conducteur ; καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς PLUT guide dans le chemin de la vertu;
2 maître.
Étymologie: καθηγέομαι.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καθηγεμών -όνος, ὁ, ἡ, Ion. κατηγεμών [καθηγέομαι] gids:; τῆς ὁδοῦ gids voor de reis Hdt. 7.128.2; uitbr. leermeester.

Russian (Dvoretsky)

κᾰθηγεμών: ион. κατηγεμών, όνος ὁ
1 провожатый, вожатый, проводник (τῇς ὁδοῦ Her.);
2 вождь, руководитель (τοῦ βίου, περὶ τῶν ὅλων Polyb.; τῆς ἀρετῆς Plut.).

Greek Monolingual

καθηγεμών, -όνος, ό, ή (AM, Α ιων. τ. κατηγεμών, δωρ. καθαγεμών) καθηγοῦμαι
1. ηγεμόνας
2. δάσκαλος, καθοδηγητής («καθηγεμὼν τῆς ἀρετῆς», Πλούτ.)
αρχ.
1. ο επικεφαλής, ο οδηγός («καθηγεμὼν τῆς ὁδοῦ», Ηρόδ.)
2. αρχηγός, εξουσιαστής («Ἀράτῳ καθηγεμόνι χρησάμενος περὶ τῶν ὅλων», Πολ.)
3. (ως όν. θεών) αρχηγέτης, ρυθμιστής («τῶ Διί, καθηγεμόνι τούτῳ τῆς τῶν ὄντων διοικήσεως ὄντι», Στωικ.)
4. μτφ. κυρίαρχος, κύριος («καθηγεμόνες ταττόμενοι τὸν θυμόν», ΠΔ).

Greek Monotonic

καθηγεμών: -όνος, ὁ, ἡ, αρχηγός, οδηγός, σε Ηρόδ.

Greek (Liddell-Scott)

καθηγεμών: -όνος, ὁ, ἡ, = ἡγεμών, ὁδηγός, καθηγεμὼν τῆς ὁδοῦ Ἡρόδ. 7. 128, πρβλ. Πολύβ. 3. 48, 11· Ἀράτῳ καθηγεμόνι χρησάμενος περὶ τῶν ὅλων ὁ αὐτ. 7. 14, 4· καθ. τῆς ἀρετῆς, εἰς τὴν ἀρετήν, Πλουτ. Δίων 1· ὡς ὄνομα θεῶν, παραπλὴσιον τῷ ἀρχηγέτης, Διόνυσος καθ. Συλλ. Ἐπιγρ. 3067 68Α· Ἀφροδίτη καθ. Πλουτ. Θησ. 18· ἴδε Böchk Συλλ. Ἐπιγρ. 2. σ. 657. - Καθ’ Ἡσύχ.: «καθηγεμών· ὁδηγός. διδάσκαλος».

Middle Liddell

καθ-ηγεμών, όνος,
a leader, a guide, Hdt.