λατρεία: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_9)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''λατρεία''': ἡ, ([[λατρεύω]]) ἡ [[κατάστασις]] μισθωτοῦ ἐργάτου, [[ὑπηρεσία]], [[δουλεία]], Αἰσχύλ. Πρ. 966· ἐπίπονον ἔχειν λ. Σοφ. Τρ. 830· ἐν τῷ πληθ., οἵας λατρείας ἀνθ’ ὅσου ζήλου τρέφει ὁ αὐτ. εἰς Αἴ. 503, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 225, κτλ.· ― μεταφ. ἡ [[ἀσχολία]] ἢ τὰ καθήκοντα τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 107C. 2) λ. τοῦ θεοῦ, θεῶν, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Ἀπολ. 23Β, Φαῖδρ. 244Ε· [[οὕτως]] ἀπολ., Ἑβδ., Καιν. Διαθ., Ἐκκλ.
|lstext='''λατρεία''': ἡ, ([[λατρεύω]]) ἡ [[κατάστασις]] μισθωτοῦ ἐργάτου, [[ὑπηρεσία]], [[δουλεία]], Αἰσχύλ. Πρ. 966· ἐπίπονον ἔχειν λ. Σοφ. Τρ. 830· ἐν τῷ πληθ., οἵας λατρείας ἀνθ’ ὅσου ζήλου τρέφει ὁ αὐτ. εἰς Αἴ. 503, πρβλ. Εὐρ. Φοιν. 225, κτλ.· ― μεταφ. ἡ [[ἀσχολία]] ἢ τὰ καθήκοντα τῆς ζωῆς, Πλούτ. 2. 107C. 2) λ. τοῦ θεοῦ, θεῶν, ὡς καὶ νῦν, Πλάτ. Ἀπολ. 23Β, Φαῖδρ. 244Ε· [[οὕτως]] ἀπολ., Ἑβδ., Καιν. Διαθ., Ἐκκλ.
}}
{{bailly
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>1</b> service de gens à gages, service de mercenaire;<br /><b>2</b> service d’un dieu, culte, adoration;<br /><b>3</b> soins à donner au corps <i>ou</i> à l’âme.<br />'''Étymologie:''' [[λατρεύω]].
}}
}}