συνεπαμύνω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_3)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''συνεπᾰμύνω''': [ῡ], ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπαμύνω]], ἀπωθῶ, τινὰ Θουκ. 6. 56. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ βοηθῶ, συμβοηθῶ, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 32.
|lstext='''συνεπᾰμύνω''': [ῡ], ἀπὸ κοινοῦ [[ἐπαμύνω]], ἀπωθῶ, τινὰ Θουκ. 6. 56. ΙΙ. ἀπὸ κοινοῦ βοηθῶ, συμβοηθῶ, τινι Ἀππ. Ἐμφυλ. 3. 32.
}}
{{bailly
|btext=aider à repousser, acc..<br />'''Étymologie:''' [[σύν]], [[ἐπαμύνω]].
}}
}}