ὑπορρέω: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_13a)
(Bailly1_5)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὑπορρέω''': μέλλ. -ρυήσομαι, ῥέω [[ὑποκάτω]] ἢ [[κάτωθεν]], Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 130. 3, Πλουτ. Κράσσ. 4, πρβλ. 2. 949D. 2) [[ἐκρέω]] κατὰ μικρόν, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19. 3) [[συνέρχομαι]] κατὰ μικρὸν εἴς τινα τόπον, ἐπὶ προσώπων, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 27. ΙΙ. μεταφορ., 1) [[εἰσρέω]], [[εἰσέρχομαι]] [[ἀπαρατήρητος]], Λατ. subrepere [[παρανομία]] [[ἠρέμα]] ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη Πλάτ. Πολ. 424D· [[λόγος]] τις ἅμα καὶ [[φήμη]] ὑπ. πως ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 672Β· ὑπ. [[ἁμαρτία]] Δημ. 412. 12 - [[μετὰ]] δοτ., τἄδικον πολλαῖς ὑπερρύηκε Εὐρ. Ἀποσπ. 499. 5· μετ’ αἰτ., δυσχέρειαι ὑπ. τὴν ψυχήν, Πλουτ. 2. 437D. 3) [[ὑποπίπτω]], ἐρείσματα ἐκ μέσου ὑπορρέοντα Πλάτ. Νόμ. 792C· τό τοι καλὸν [[ἄνθος]] ὑπ. Θεόκρ. 7. 121· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν τριχῶν, «παῖδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κομήτας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς [[κόμης]]» ὁ αὐτ. ἐν Κρονικ. Ἐπιστ. 24· [[ἀπέρχομαι]] κατὰ μικρόν, «ἤδη μὲν ὑπορρέουσιν οἱ πολλοὶ καὶ ἐν ὀλίγοις ἡ [[πρᾶσις]] ἔσται», Λουκ. Βίων Πρᾶσις 27· - ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου Ἀριστοφ. Νεφ. 1289· - ἐπὶ προσώπων, [[καταφεύγω]] εἴς τινα, [[πολλαχοῦ]] δ’ ὑπορρέων εἰς τὸν Ξέναρχον Πλουτ. Νικ. 1· ὑπ. εἰς ἰδιωτισμόν, [[καταπίπτω]] εἰς..., Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 6. ΙΙΙ. ἐν Δημ. 472. 2, τοὺς ἐν ἁπάσῃ καθεστάναι δοκοῦντας εὐδαιμονίᾳ πάντα [[ταῦτα]]... ὑπορρεῖ, ὁ Wolf καὶ ὁ Schäf. λαμβάνουσι τὸ [[ῥῆμα]] μεταβατικῶς, πάντα [[ταῦτα]] ὑποσκάπτουσιν, ὑπονομεύουσιν αὐτούς· ἀλλὰ πιθανῶς ὑπάρχει ἀνακόλουθον, καθ’ ὃ τὸ ὑπορρεῖ ἐτέθη ἀντὶ ῥήματός τινος μεταβατικοῦ.
|lstext='''ὑπορρέω''': μέλλ. -ρυήσομαι, ῥέω [[ὑποκάτω]] ἢ [[κάτωθεν]], Ἀριστ. περὶ Θαυμ. 130. 3, Πλουτ. Κράσσ. 4, πρβλ. 2. 949D. 2) [[ἐκρέω]] κατὰ μικρόν, ὁ αὐτ. ἐν Φαβ. 19. 3) [[συνέρχομαι]] κατὰ μικρὸν εἴς τινα τόπον, ἐπὶ προσώπων, Λουκ. Βίων Πρᾶσις 27. ΙΙ. μεταφορ., 1) [[εἰσρέω]], [[εἰσέρχομαι]] [[ἀπαρατήρητος]], Λατ. subrepere [[παρανομία]] [[ἠρέμα]] ὑπορρεῖ πρὸς τὰ ἤθη Πλάτ. Πολ. 424D· [[λόγος]] τις ἅμα καὶ [[φήμη]] ὑπ. πως ὁ αὐτ. ἐν Νόμ. 672Β· ὑπ. [[ἁμαρτία]] Δημ. 412. 12 - [[μετὰ]] δοτ., τἄδικον πολλαῖς ὑπερρύηκε Εὐρ. Ἀποσπ. 499. 5· μετ’ αἰτ., δυσχέρειαι ὑπ. τὴν ψυχήν, Πλουτ. 2. 437D. 3) [[ὑποπίπτω]], ἐρείσματα ἐκ μέσου ὑπορρέοντα Πλάτ. Νόμ. 792C· τό τοι καλὸν [[ἄνθος]] ὑπ. Θεόκρ. 7. 121· [[οὕτως]] ἐπὶ τῶν τριχῶν, «παῖδας δὲ αὐτῶν τοὺς ὡραίους καὶ κομήτας... φαλακροὺς γίνεσθαι ὑπορρεούσης τῆς [[κόμης]]» ὁ αὐτ. ἐν Κρονικ. Ἐπιστ. 24· [[ἀπέρχομαι]] κατὰ μικρόν, «ἤδη μὲν ὑπορρέουσιν οἱ πολλοὶ καὶ ἐν ὀλίγοις ἡ [[πρᾶσις]] ἔσται», Λουκ. Βίων Πρᾶσις 27· - ἐπὶ χρόνου, [[παρέρχομαι]], ὑπορρέοντος τοῦ χρόνου Ἀριστοφ. Νεφ. 1289· - ἐπὶ προσώπων, [[καταφεύγω]] εἴς τινα, [[πολλαχοῦ]] δ’ ὑπορρέων εἰς τὸν Ξέναρχον Πλουτ. Νικ. 1· ὑπ. εἰς ἰδιωτισμόν, [[καταπίπτω]] εἰς..., Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 33. 6. ΙΙΙ. ἐν Δημ. 472. 2, τοὺς ἐν ἁπάσῃ καθεστάναι δοκοῦντας εὐδαιμονίᾳ πάντα [[ταῦτα]]... ὑπορρεῖ, ὁ Wolf καὶ ὁ Schäf. λαμβάνουσι τὸ [[ῥῆμα]] μεταβατικῶς, πάντα [[ταῦτα]] ὑποσκάπτουσιν, ὑπονομεύουσιν αὐτούς· ἀλλὰ πιθανῶς ὑπάρχει ἀνακόλουθον, καθ’ ὃ τὸ ὑπορρεῖ ἐτέθη ἀντὶ ῥήματός τινος μεταβατικοῦ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> ὑπορρυήσομαι, <i>ao.2</i> ὑπερρύην, <i>pf.</i> ὑπερρύηκα, <i>etc.</i><br /><b>1</b> couler sous ; <i>fig.</i> se glisser sous, pénétrer sous <i>ou</i> dans, s’insinuer, <i>d’ord. avec un suj. de ch. (erreur, mal, etc.)</i> : τὴν ψυχήν PLUT dans l’âme de qqn ; <i>qqf avec un suj. de pers.</i> : [[εἴς]] τινα, [[ὥς]] τινα s’introduire secrètement auprès de qqn;<br /><b>2</b> couler peu à peu ; s’écouler <i>en parl. du temps ; p. anal.</i> glisser peu à peu, tomber.<br />'''Étymologie:''' [[ὑπό]], [[ῥέω]].
}}
}}