γαλακτοφάγος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_17)
(Bailly1_1)
Line 4: Line 4:
{{ls
{{ls
|lstext='''γᾰλακτοφάγος''': -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.
|lstext='''γᾰλακτοφάγος''': -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />qui se nourrit de laitage.<br />'''Étymologie:''' [[γάλα]], [[φαγεῖν]].
}}
}}