γαλακτοφάγος
English (LSJ)
ον, milk-fed, Str. 7.4.6, S.E. P. 1.56.
Spanish (DGE)
-ον
que se nutre de leche de los habitantes del Quersoneso, Str.7.4.6, Aret.CD 1.8.2, Σκύθαι Ptol.Geog.6.14.12, ζῷα S.E.P.1.56, cf. γλακτοφάγος.
German (Pape)
[Seite 471] Milch essend, Sext. Emp.; Schol. Il. 13, 6; vgl. γλακτοφάγος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui se nourrit de laitage.
Étymologie: γάλα, φαγεῖν.
Russian (Dvoretsky)
γᾰλακτοφάγος: Sext. = γαλακτοπότης.
Greek (Liddell-Scott)
γᾰλακτοφάγος: -ον, ὁ διὰ γάλακτος τρεφόμενος, Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 36, Στράβ. 311· ἴδε γλακτ-.
Greek Monolingual
ο (AM γαλακτοφάγος)
αυτός που τρέφεται κυρίως ή αποκλειστικά με γάλα.
Greek Monotonic
γᾰλακτοφάγος: -ον (φαγεῖν), αυτός που τρέφεται με γάλα, σε Στράβ.