ἁρμοστός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_11)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἁρμοστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἁρμόζω]], [[καλῶς]] προσαρμοζόμενος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 116· κατά τι Πολύβ. 22. 11, 15· [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], καί μοι λέγειν τοῦτ’ ἔστιν ἀρμοστόν Φιλήμ. Παρ’ Ἀθην. 569D. Ἐπίρρ. -τῶς Πλούτ. 2. 438Α.
|lstext='''ἁρμοστός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[ἁρμόζω]], [[καλῶς]] προσαρμοζόμενος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 116· κατά τι Πολύβ. 22. 11, 15· [[ἁρμόδιος]], [[κατάλληλος]], καί μοι λέγειν τοῦτ’ ἔστιν ἀρμοστόν Φιλήμ. Παρ’ Ἀθην. 569D. Ἐπίρρ. -τῶς Πλούτ. 2. 438Α.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><i>adj. verb. de</i> [[ἁρμόζω]].
}}
}}