ἁρμοστός

From LSJ

Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art

Menander, Monostichoi, 336
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁρμοστός Medium diacritics: ἁρμοστός Low diacritics: αρμοστός Capitals: ΑΡΜΟΣΤΟΣ
Transliteration A: harmostós Transliteration B: harmostos Transliteration C: armostos Beta Code: a(rmosto/s

English (LSJ)

ἁρμοστή, ἁρμοστόν, joined, adapted, well-fitted, Hero Spir.1.16, al.; τινὶ κατὰ τὸ πλάτος Plb.21.28.12; suitable, fit, ἁρμοστόν μοι λέγειν τοῦτο Philem. 4.4. Adv. ἁρμοστῶς = in suitable manner, appropriate manner, proportionately Plu.2.438a.

Spanish (DGE)

-ή, -όν
I 1mec. ajustado, adaptado, encajado de piezas περὶ ὃν (ἄξονα) περικείσθω ἁρμοστὴ σύριγξ Hero Spir.1.16, ἁρμοστὸν πῶμα τῇ ... πυξίδι Hero Spir.1.21, cf. Aut.10.3, 16.1, Dioptr.194.4, 196.21, 200.7, gener. πίθον ... ἁρμοστὸν κατὰ τὸ πλάτος τῷ μετάλλῳ Plb.21.28.12, ἁρμοστὸν δ' ἐπίθημα ποιήσαντες D.S.3.14, cf. 17.66.
2 fig. de cosas y abstr. conveniente, adecuado καὶ μοι λέγειν τοῦτ' ἐστὶν ἁρμοστόν Philem.3.4, περὶ ἀφροδισίων ἁρμοστὸν εἶναι ἐν τῷ οἴνῳ μνείαν ποιεῖσθαι Pers.Fr.Hist.4, τάν τε φιλίαν ἁρμοστὰν ἐῶσαν διακαθεξίομεν ICr.3.3.2.3 (Hierapitna III a.C.), ἐν ψυχροῖς τόποις ... ἢ ἐν θερμοῖς ἢ ἐν ἁρμοστοῖς παρὰ τὴν κρᾶσιν τῶν ὡρῶν Men.Rh.347.26.
3 ἁρμοστή lat. sponsa, Gloss.2.245.
II adv. ἁρμοστῶς
1 ajustadamente χοινικίδες ... εὐλύτως καὶ ἁ. ... στρεφόμεναι Hero Aut.11.2, cf. 2.8.
2 convenientemente ἔχειν Plu.2.438a (cód.).

German (Pape)

[Seite 356] zusammengefügt; verlobt, verheiratet; angemessen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
adj. verb. de ἁρμόζω.

Russian (Dvoretsky)

ἁρμοστός: прилаженный, укрепленный (κατά τι Polyb.; ἁρμοστὸν ἐπίθεμα Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἁρμοστός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ ἁρμόζω, καλῶς προσαρμοζόμενος, Ἥρων ἐν Ἀρχ. Μαθημ. σ. 116· κατά τι Πολύβ. 22. 11, 15· ἁρμόδιος, κατάλληλος, καί μοι λέγειν τοῦτ’ ἔστιν ἀρμοστόν Φιλήμ. Παρ’ Ἀθην. 569D. Ἐπίρρ. -τῶς Πλούτ. 2. 438Α.

Greek Monolingual

-ή, -ό (Α ἁρμοστός, -ή, -όν) αρμόζω
ο προσαρμοσμένος κατάλληλα, ο κατάλληλος
αρχ.
ως ουσ. ο μνηστήρας, η μνηστή.