μιστύλλω: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_2)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''μιστύλλω''': [[κατακόπτω]], [[κόπτω]] εἰς τεμάχια, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς τομῆς τοῦ κρέατος εἰς τεμάχια πρὸ τῆς ὀπτήσεως [[μίστυλλον]] τ’ ἄρα [[τἆλλα]] καὶ ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν Ἰλ. Α. 465, πρβλ. Ι. 210, κτλ.· εὗσέ τε μίστυλλέν τε Ὀδ. Ξ. 75· γ΄ πληθ. ἐνεστ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 782· μετοχ. ἐνεστ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Κλείδημος παρ’ Ἀθην. 660Α: ἀόρ. α΄ ἐμίστῡλα Σιμων. Ἀμοργ. 22· μετοχ. θηλ. μιστύλασα Λυκόφρ. 154· μέσ. ἐμιστύλαντο [ῡ] Νόνν. Δ. 21. 15. - Πρβλ. δια-[[μιστύλλω]], [[μυστιλάομαι]]. Συγγενὲς [[ἴσως]] ταῖς λέξ. [[μίτυλος]], [[μύτιλος]], [[Μυτιλήνη]], Λατ. mutilus).
|lstext='''μιστύλλω''': [[κατακόπτω]], [[κόπτω]] εἰς τεμάχια, παρ’ Ὁμ. ἀείποτε ἐπὶ τῆς τομῆς τοῦ κρέατος εἰς τεμάχια πρὸ τῆς ὀπτήσεως [[μίστυλλον]] τ’ ἄρα [[τἆλλα]] καὶ ἀμφ’ ὀβελοῖσιν ἔπειραν Ἰλ. Α. 465, πρβλ. Ι. 210, κτλ.· εὗσέ τε μίστυλλέν τε Ὀδ. Ξ. 75· γ΄ πληθ. ἐνεστ. ἐν Ἀνθ. Π. 9. 782· μετοχ. ἐνεστ., Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 359, Κλείδημος παρ’ Ἀθην. 660Α: ἀόρ. α΄ ἐμίστῡλα Σιμων. Ἀμοργ. 22· μετοχ. θηλ. μιστύλασα Λυκόφρ. 154· μέσ. ἐμιστύλαντο [ῡ] Νόνν. Δ. 21. 15. - Πρβλ. δια-[[μιστύλλω]], [[μυστιλάομαι]]. Συγγενὲς [[ἴσως]] ταῖς λέξ. [[μίτυλος]], [[μύτιλος]], [[Μυτιλήνη]], Λατ. mutilus).
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> μιστυλῶ, <i>ao.</i> ἐμίστυλα;<br />couper la viande en menus morceaux, hacher.<br />'''Étymologie:''' [[μιστύλη]].
}}
}}