θυμόσοφος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_18)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θῡμόσοφος''': -ον, ὁ φύσει σοφὸς τὴν ψυχήν, ευφυής, [[ἔξυπνος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Πλούτ. Ἀρτοξ. 17· ἐπὶ ζῴων, Αἰλ. π. Ζ. 16. 3 καὶ 15· τὸ θ., [[εὐμάθεια]], Πλούτ. 2. 970Ε. - Ἐπίρρ. -φως, Τζέτζ.
|lstext='''θῡμόσοφος''': -ον, ὁ φύσει σοφὸς τὴν ψυχήν, ευφυής, [[ἔξυπνος]], Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Πλούτ. Ἀρτοξ. 17· ἐπὶ ζῴων, Αἰλ. π. Ζ. 16. 3 καὶ 15· τὸ θ., [[εὐμάθεια]], Πλούτ. 2. 970Ε. - Ἐπίρρ. -φως, Τζέτζ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />d’une nature sage, raisonnable, intelligente ; τὸ θυμόσοφον PLUT docilité.<br />'''Étymologie:''' [[θυμός]], [[σοφός]].
}}
}}