θυμόσοφος

From LSJ

ᾁδειν ἀμουσότερα Λειβηθρίων → sing worse than Leibethrans, sing worse than the people of Leibethra

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θῡμόσοφος Medium diacritics: θυμόσοφος Low diacritics: θυμόσοφος Capitals: ΘΥΜΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: thymósophos Transliteration B: thymosophos Transliteration C: thymosofos Beta Code: qumo/sofos

English (LSJ)

θυμόσοφον, wise from one's own soul, i.e. naturally clever, Id.Nu.877, Plu.Art.17; of animals, Arr.Ind.14.4, Ael.NA16.15; ὄρνεον θυμοσοφώτερον ib.3; τὸ θυμόσοφον = intelligence Plu. 2.970e.

German (Pape)

[Seite 1225] von Natur, durch sich selbst weise, von Natur geschickt; Ar. Nubb. 867, nach Schol. ἐκ τοῦ ἰδίου θυμοῦ σοφὸς καὶ οὐκ ἐκ μαθήσεως, sonst auch αὐτομαθής erkl. Auch Sp., wie Plut., z. B. Artax. 17; selbst von Tieren, Ael. N. A. 16, 15, wie τὸ θυμόσοφον, d. i. Gelehrigkeit des Tieres, Plut. Sol. an. 15.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
d'une nature sage, raisonnable, intelligente ; τὸ θυμόσοφον PLUT docilité.
Étymologie: θυμός, σοφός.

Russian (Dvoretsky)

θῡμόσοφος: разумный, рассудительный Arph., Plut.

Greek (Liddell-Scott)

θῡμόσοφος: -ον, ὁ φύσει σοφὸς τὴν ψυχήν, ευφυής, ἔξυπνος, Ἀριστοφ. Νεφ. 877, Πλούτ. Ἀρτοξ. 17· ἐπὶ ζῴων, Αἰλ. π. Ζ. 16. 3 καὶ 15· τὸ θ., εὐμάθεια, Πλούτ. 2. 970Ε. - Ἐπίρρ. -φως, Τζέτζ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α θυμόσοφος, -ον)
αυτός που έχει έμφυτη και κατ' έμπνευση σοφία, ο εκ φύσεως σοφός, ο ευφυής
νεοελλ.
αυτός που έχει έμφυτη την κλίση να φιλοσοφεί πρακτικά, που διατηρεί την ψυχραιμία και την ψυχική του ηρεμία και στις πιο κρίσιμες περιστάσεις, ο ετοιμόλογος και επιγραμματικός, ο φλεγματικός, ο στωικός
αρχ.
1. (για ζώα) έξυπνος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ θυμόσοφον
η ευφυΐα, η ευμάθεια.
επίρρ...
θυμοσόφως (Μ)
με θυμοσοφικό τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θυμο- + σοφός. Η αρχική σημασία «ο διαθέτων έμφυτη σοφία» εξελίχθηκε σε «ο διαθέτων ετοιμότητα και επιγραμματικότητα στις ρήσεις του»].

Greek Monotonic

θῡμόσοφος: -ον, ευφυής, σοφός από τη φύση του, δηλ. εγγενώς έξυπνος, άνθρωπος του πνεύματος, σε Αριστοφ., Πλάτ.

Middle Liddell

θῡμό-σοφος, ον
wise from one's own soul, i. e. naturally clever, a man of genius, Ar., Plut.