δοτικός: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_11)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''δοτικός''': -ή, -όν, ἔχων τάσιν ἢ διάθεσιν πρὸς δόσιν, παρέχων δωρεάν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 37. ΙΙ. ἡ δοτικὴ (ἐνν. [[πτῶσις]]), Στράβων 648, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, «δοτικῶς ἔχω = [[δωσείω]]» Ἡσύχ.
|lstext='''δοτικός''': -ή, -όν, ἔχων τάσιν ἢ διάθεσιν πρὸς δόσιν, παρέχων δωρεάν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 37. ΙΙ. ἡ δοτικὴ (ἐνν. [[πτῶσις]]), Στράβων 648, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, «δοτικῶς ἔχω = [[δωσείω]]» Ἡσύχ.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br />qui aime à donner, libéral ; <i>t. de gramm.</i> ἡ δοτική ([[πτῶσις]]) le datif.<br />'''Étymologie:''' [[δίδωμι]].
}}
}}