3,270,341
edits
(6_11) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''δοτικός''': -ή, -όν, ἔχων τάσιν ἢ διάθεσιν πρὸς δόσιν, παρέχων δωρεάν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 37. ΙΙ. ἡ δοτικὴ (ἐνν. [[πτῶσις]]), Στράβων 648, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, «δοτικῶς ἔχω = [[δωσείω]]» Ἡσύχ. | |lstext='''δοτικός''': -ή, -όν, ἔχων τάσιν ἢ διάθεσιν πρὸς δόσιν, παρέχων δωρεάν, Ἀριστ. Ἠθ. Ν. 4. 1, 37. ΙΙ. ἡ δοτικὴ (ἐνν. [[πτῶσις]]), Στράβων 648, κτλ. ― Ἐπίρρ. -κῶς, «δοτικῶς ἔχω = [[δωσείω]]» Ἡσύχ. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ή, όν :<br />qui aime à donner, libéral ; <i>t. de gramm.</i> ἡ δοτική ([[πτῶσις]]) le datif.<br />'''Étymologie:''' [[δίδωμι]]. | |||
}} | }} |