3,270,705
edits
(6_5) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περίκειμαι''': ἀπαρ. -κεῖσθαι· μέλλ. -κείσομαι· -ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ παρακατατίθημι, [[κεῖμαι]] τινα περιβάλλων αὐτὸν [[πανταχόθεν]], εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον [[υἱόν]], κείμενον καὶ ἔχων τοὺς [[ἑαυτοῦ]] βραχίονας περὶ τὸν Πάτρ., Ἰλ. Τ. 4· γωρυτὸς τόξῳ περίκειτο, ὑπῆρχε [[θήκη]] [[πέριξ]] τοῦ τόξου, Ὀδ. Φ. 54· οἷς [[στέφανος]] περίκειται Πινδ. Ο. 8. 100· π. τινὶ [[σχῆμα]] καὶ [[ὄνομα]] τῆς βασιλείας Ἡρῳδιαν. 6. 1· π. τινὶ [[κηλὶς]] Πλουτ. Δίων 56· μετ’ αἰτ., σφέας εὐδίη περικέεται Λουκ. π. τῆς Ἀστρολ. 3· -ἀπολ., [[τεῖχος]] περίκειται Ἡσ. Θεογ. 733· τὰ περικείμενα χρυσία, πλάκες χρυσοῦ ἐπιτεθειμέναι (ἐπὶ τοῦ ἐξ ἐλέφαντος ἀγάλματος), Θουκ. 2. 13 ὁ κημὸς περίκειται Ξεν. Ἱππ. 5. 3. 2) μεταφορ., οὔ τι μοι περίκειται, δὲν ὑπάρχει [[ὠφέλεια]] εἰς ἐμέ, οὐδὲν πρὸς ἐμέ, Ἰλ. Ι. 321· ὡς τὸ οὔ τι περιττὸν ἢ πλέον ἔχω. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἔχω περὶ ἐμαυτόν, φορῶ, τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., περικείμενοι [τελαμῶνα] περὶ τοῖσι αὐχέσι Ἡρόδ. 1. 171· οὕτω, τιάρας περ. Στράβ. 733· στεφάνους Πλουτ. Ἄρατ. 17· πτέρυγα, [[προσωπεῖον]] Λουκ. Ἰκαρομέν. 14, Νιγρῖν. 11· π. στρατιωτικὴν δύναμιν, περιβεβλημένος.., Πλουτ. Πομπ. 51· π. ὕβριν, περιβεβλημένος ἀλαζονείαν, Θεόκρ. 23. 14· πρβλ. [[ἐπιέννυμι]]· -σπανίως ἐν ἄλλαις ἐγκλίσεσι, περίκεισο ἄνθεα, ἔχε [[ἄνθη]] περὶ σεαυτόν, Ἀνθ. Π. 11. 38· περιέκειτο [[ξίφος]], [[σχῆμα]] βασιλικὸν Ἡρῳδιαν. 3. 5., 5. 4· τὴν ἅλυσιν ταύτην π. Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 20. | |lstext='''περίκειμαι''': ἀπαρ. -κεῖσθαι· μέλλ. -κείσομαι· -ἐν χρήσει ὡς παθ. τοῦ παρακατατίθημι, [[κεῖμαι]] τινα περιβάλλων αὐτὸν [[πανταχόθεν]], εὗρε δὲ Πατρόκλῳ περικείμενον ὃν φίλον [[υἱόν]], κείμενον καὶ ἔχων τοὺς [[ἑαυτοῦ]] βραχίονας περὶ τὸν Πάτρ., Ἰλ. Τ. 4· γωρυτὸς τόξῳ περίκειτο, ὑπῆρχε [[θήκη]] [[πέριξ]] τοῦ τόξου, Ὀδ. Φ. 54· οἷς [[στέφανος]] περίκειται Πινδ. Ο. 8. 100· π. τινὶ [[σχῆμα]] καὶ [[ὄνομα]] τῆς βασιλείας Ἡρῳδιαν. 6. 1· π. τινὶ [[κηλὶς]] Πλουτ. Δίων 56· μετ’ αἰτ., σφέας εὐδίη περικέεται Λουκ. π. τῆς Ἀστρολ. 3· -ἀπολ., [[τεῖχος]] περίκειται Ἡσ. Θεογ. 733· τὰ περικείμενα χρυσία, πλάκες χρυσοῦ ἐπιτεθειμέναι (ἐπὶ τοῦ ἐξ ἐλέφαντος ἀγάλματος), Θουκ. 2. 13 ὁ κημὸς περίκειται Ξεν. Ἱππ. 5. 3. 2) μεταφορ., οὔ τι μοι περίκειται, δὲν ὑπάρχει [[ὠφέλεια]] εἰς ἐμέ, οὐδὲν πρὸς ἐμέ, Ἰλ. Ι. 321· ὡς τὸ οὔ τι περιττὸν ἢ πλέον ἔχω. ΙΙ. μετ’ αἰτ. πράγμ., ἔχω περὶ ἐμαυτόν, φορῶ, τὸ πλεῖστον κατὰ μετοχ., περικείμενοι [τελαμῶνα] περὶ τοῖσι αὐχέσι Ἡρόδ. 1. 171· οὕτω, τιάρας περ. Στράβ. 733· στεφάνους Πλουτ. Ἄρατ. 17· πτέρυγα, [[προσωπεῖον]] Λουκ. Ἰκαρομέν. 14, Νιγρῖν. 11· π. στρατιωτικὴν δύναμιν, περιβεβλημένος.., Πλουτ. Πομπ. 51· π. ὕβριν, περιβεβλημένος ἀλαζονείαν, Θεόκρ. 23. 14· πρβλ. [[ἐπιέννυμι]]· -σπανίως ἐν ἄλλαις ἐγκλίσεσι, περίκεισο ἄνθεα, ἔχε [[ἄνθη]] περὶ σεαυτόν, Ἀνθ. Π. 11. 38· περιέκειτο [[ξίφος]], [[σχῆμα]] βασιλικὸν Ἡρῳδιαν. 3. 5., 5. 4· τὴν ἅλυσιν ταύτην π. Πράξ. Ἀποστ. κη΄, 20. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>I.</b> <i>intr.</i> :<br /><b>1</b> être étendu autour et tenir embrassé, τινι ; <i>abs.</i> être jeté, répandu çà et là;<br /><b>2</b> s’étendre autour, entourer : γωρυτὸς τόξῳ περίκειτο OD un étui entourait l’arc ; avec le gén. : τὰ τῆς θεοῦ περικείμενα χρυσία THC l’or suspendu <i>ou</i> appliqué à la statue de la déesse ; <i>fig.</i> s’attacher à, dat. <i>ou</i> acc.;<br /><b>3</b> être de reste : οὔ [[τι]] μοι περίκειται IL il ne me reste rien, je n’ai rien gagné;<br /><b>II.</b> <i>Pass.</i> être entouré, enveloppé : στεφάνους PLUT de couronnes ; περίκεισθαι τελαμῶνας περὶ τοῖσι αὐχέσι HDT porter des baudriers suspendus autour du cou.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[κεῖμαι]]. | |||
}} | }} |