3,252,814
edits
(6_20) |
(Bailly1_4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''περικαθάπτω''': προσδένω ἢ ἀναρτῶ [[πέριξ]], περικαθάψαντες [[ἀγγεῖον]] Στράβ. 770· περικαθάπτειν ἰχθῦς τῷ ἀγκίστρῳ Πλουτ. Ἀντών. 29. ― Μέσ., προσδένω [[ἐπάνω]] μου, φορῶ, νεβρίδας περικαθάπτονται ὁ αὐτ. 2. 364Ε. | |lstext='''περικαθάπτω''': προσδένω ἢ ἀναρτῶ [[πέριξ]], περικαθάψαντες [[ἀγγεῖον]] Στράβ. 770· περικαθάπτειν ἰχθῦς τῷ ἀγκίστρῳ Πλουτ. Ἀντών. 29. ― Μέσ., προσδένω [[ἐπάνω]] μου, φορῶ, νεβρίδας περικαθάπτονται ὁ αὐτ. 2. 364Ε. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=attacher autour : τινί [[τι]] attacher une chose à une autre;<br /><i><b>Moy.</b></i> περικαθάπτομαι attacher <i>ou</i> ajuster sur soi, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[καθάπτω]]. | |||
}} | }} |