περικαθάπτω

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: περικαθάπτω Medium diacritics: περικαθάπτω Low diacritics: περικαθάπτω Capitals: ΠΕΡΙΚΑΘΑΠΤΩ
Transliteration A: perikatháptō Transliteration B: perikathaptō Transliteration C: perikathapto Beta Code: perikaqa/ptw

English (LSJ)

A fasten or put on, τῷ ἀγκίστρῳ ἰχθῦς Plu.Ant.29:—Med., fasten on oneself, put on, νεβρίδας Id.2.364e.
2 = περικαταστρέφω, ἀγγεῖον Str.16.4.6; ἄμβικα Dsc.5.95; τρύβλιον τῷ ἀλγοῦντι μέρει Id.Eup.2.45; enclose, πυξίδα πυξίδι Ps.-Callisth.3.31.
3 intr. c. dat., grasp, enclose, ἀκτῖνες οἷον χειρῶν ἐπαφαῖς π. τοῖς ἐκτὸς σώμασι Placit.4.13.9, Gal.Phil.Hist.94.

German (Pape)

[Seite 578] rings herum od. darüber anknüpfen, ἀγκίστρῳ ἰχθῦς, Plut. Art. 29. – Med. sich anziehen, νεβρίδας, Plut. Is. et Osir. 35.

French (Bailly abrégé)

attacher autour : τινί τι attacher une chose à une autre;
Moy. περικαθάπτομαι attacher ou ajuster sur soi, acc..
Étymologie: περί, καθάπτω.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

περι-καθάπτω bevestigen aan, met acc. en dat.

Russian (Dvoretsky)

περικᾰθάπτω:
1 привязывать, привешивать (τι τῷ ἀγκίστρῳ Plut.);
2 med. надевать на себя (νεβρίδας Plut.).

Greek Monolingual

Α
1. αναρτώ γύρω γύρω, κρεμώ κάτι ολόγυρα («ἐκέλευσε τοὺς ἁλιεῖς... κρύφᾳ τῷ ἀγκίστρῳ περικαθάπτειν ἰχθῡς»
Πλούτ.)
2. αναποδογυρίζω
3. εγκλείω
4. περικλείω, περιβάλλω
5. μέσ. περικαθάπτομαι
α) προσδένω κάτι στο σώμα μου
β) φορώ κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περι- + καθάπτω «θέτω πάνω σε κάτι, κρεμώ, περιβάλλω»].

Greek Monotonic

περικαθάπτω: μέλ. -ψω, προσδένω ή κρεμώ ολόγυρα, ἀγγεῖον, σε Πλούτ.

Greek (Liddell-Scott)

περικαθάπτω: προσδένω ἢ ἀναρτῶ πέριξ, περικαθάψαντες ἀγγεῖον Στράβ. 770· περικαθάπτειν ἰχθῦς τῷ ἀγκίστρῳ Πλουτ. Ἀντών. 29. ― Μέσ., προσδένω ἐπάνω μου, φορῶ, νεβρίδας περικαθάπτονται ὁ αὐτ. 2. 364Ε.

Middle Liddell

fut. ψω
to fasten or hang on all round, ἀγγεῖον Plut.