χρυσήλατος: Difference between revisions

Bailly1_5
(6_15)
(Bailly1_5)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''χρῡσήλᾰτος''': -ον, ([[ἐλαύνω]] ΙΙΙ. 1) ὁ ἐκ σφυρηλάτου χρυσοῦ εἰργασμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 644, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1268, Εὐρ. Φοίν. 62, Ἀριστοφ. Πλ. 9.
|lstext='''χρῡσήλᾰτος''': -ον, ([[ἐλαύνω]] ΙΙΙ. 1) ὁ ἐκ σφυρηλάτου χρυσοῦ εἰργασμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 644, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1268, Εὐρ. Φοίν. 62, Ἀριστοφ. Πλ. 9.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />dont l’or s’étend <i>ou</i> s’étire (sous le marteau), travaillé en or.<br />'''Étymologie:''' [[χρυσός]], [[ἐλαύνω]].
}}
}}