χρυσήλατος
τεκμαιρόμενοι προκατηγορίας οὐ προγεγενημένης → deducing from the fact that there was no previous accusation
English (LSJ)
χρυσήλατον, (ἐλαύνω ΙΙΙ.1) of beaten gold, A. Th.644, S.OT1268, E.Ph.62, Ar.Pl.9, Plu.Demetr.53; ἄνδρες Luc. Sat.8; Παρία πέτρα E.ap.Satyr.Vit.Eur.Oxy.1176Fr.38ii24.
German (Pape)
[Seite 1380] aus Gold getrieben, gearbeitet; ὄφεις Eur. Ion 25, wie Aesch. Eum. 173 Spt. 626; περονίς Soph. Tr. 920 O. R. 1268; πλόκος Eur. Med. 786; πόρπαι Phoen. 62, u. öfter; Ar. Plut. 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
dont l'or s'étend ou s'étire (sous le marteau), travaillé en or.
Étymologie: χρυσός, ἐλαύνω.
Russian (Dvoretsky)
χρῡσήλᾰτος: сделанный из золота, золотой (θῶμιγξ Aesch.; περονίς Soph.; πόρπαι, πλόκος Eur.; τρίπους Arph.; ὑδρία Plut.; ἀνήρ Aesch., Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
χρῡσήλᾰτος: -ον, (ἐλαύνω ΙΙΙ. 1) ὁ ἐκ σφυρηλάτου χρυσοῦ εἰργασμένος, Αἰσχύλ. Θήβ. 644, Σοφ. Οἰδ. Τύρ. 1268, Εὐρ. Φοίν. 62, Ἀριστοφ. Πλ. 9.
Greek Monolingual
-η, -ο / χρυσήλατος, -ον, ΝΜΑ, και χρυσέλατος Α
κατασκευασμένος από σφυρηλατημένο χρυσό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ήλατος (< ἐλαύνω «χτυπώ»), πρβλ. χαλκ-ήλατος. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].
Greek Monotonic
χρῡσήλᾰτος: -ον (ἐλαύνω III), κατασκευασμένος από κατεργασμένο χρυσό, από σφυρηλατημένο χρυσό, σε Τραγ.
Middle Liddell
χρῡσ-ήλᾰτος, ον, ἐλαύνω III]
of beaten gold, goldwrought, Trag.