θίασος: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_14)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''θίᾰσος''': ὁ, ([[ἐνίοτε]] ἐν Ἀντιγράφοις θύασος, Εlmsl. Βάκχ. 670, ἴδε ἐν τέλει): ― [[ὅμιλος]], συνοδεία ἀνθρώπων διερχομένη τὰς ὁδοὺς ἐν χοροῖς καὶ ἄσμασιν, ἰδίως εἰς τιμὴν τοῦ Βάκχου, Ἡρόδ. 4. 79, Εὐρ. Βάκχ. 680, Ἀριστοφ. Βατρ. 156, κτλ.· θ. ἄγειν, εἱλίσσειν, ἀναχορεύειν Εὐρ. Βάκχ. 115, κτλ.· τοὺς... θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λευκῇ Δημ. 313. 23· πρβλ. Ἀθήν. 185C, 362 Ε: [[ἐνίοτε]] φαίνεται ὅτι ὁ [[θίασος]] ἦτο ὡς [[εἶδος]] θρησκευτικῆς ἀδελφότητος ἢ ἑταιρείας, ὡς οἱ συνθύται Μουσάων ἐν ἐπιγραφ. Βοιωτ., σελ. 94 Κeil, οἱ Παναθηναϊσταὶ καὶ Διονυσιασταὶ ἔν τινι Τηΐᾳ ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3073, πρβλ. 3101, 3112, οἱ Ἀγαθοδαιμονιασταὶ ἐν ταῖς Ἀνεκδότοις Ἐπιγραφ. τοῦ Ross 282· ― οἱ ἀρχηγοὶ τοιούτων θιάσων ἐκαλοῦντο ἀρχιθιασῖται, Ἐπιγραφ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2271. 46 κἑξ. 2) [[καθόλου]], [[μερίς]], ὁμὰς ἀνθρώπων, «συντροφιά», Κενταύρων Εὐρ. Ι. Α. 1059· ἡλίκων ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1146· Μουσῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 41· [[εὔοπλος]] θ., ἐπὶ πολεμιστῶν, Εὐρ. Φοιν. 796· Κενταυρικὸς καὶ [[Σατυρικός]] Πλάτ. Πολιτικ. 303C· τοῦ σοῦ θιάσου Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13· Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων θίασοι Πλούτ. ἐν Ἀντ. 24. ΙΙ. ἡ ἑορτὴ ἢ τὸ [[συμπόσιον]] τοιούτων θιάσων, Πλούτ. 2. 301 Ε, Κλεομέν. 34. (Ἡ [[σημασία]] τῆς λέξ. ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὴν √ΘΥ, [[θυιάς]]· καὶ περὶ τοῦ ι = υ, πρβλ. [[φυτεύω]] φιτεύω, [[δρῦς]] δρία, ὑπερφαὴς [[ὑπερφίαλος]]).
|lstext='''θίᾰσος''': ὁ, ([[ἐνίοτε]] ἐν Ἀντιγράφοις θύασος, Εlmsl. Βάκχ. 670, ἴδε ἐν τέλει): ― [[ὅμιλος]], συνοδεία ἀνθρώπων διερχομένη τὰς ὁδοὺς ἐν χοροῖς καὶ ἄσμασιν, ἰδίως εἰς τιμὴν τοῦ Βάκχου, Ἡρόδ. 4. 79, Εὐρ. Βάκχ. 680, Ἀριστοφ. Βατρ. 156, κτλ.· θ. ἄγειν, εἱλίσσειν, ἀναχορεύειν Εὐρ. Βάκχ. 115, κτλ.· τοὺς... θιάσους ἄγων διὰ τῶν ὁδῶν τοὺς ἐστεφανωμένους τῷ μαράθῳ καὶ τῇ λευκῇ Δημ. 313. 23· πρβλ. Ἀθήν. 185C, 362 Ε: [[ἐνίοτε]] φαίνεται ὅτι ὁ [[θίασος]] ἦτο ὡς [[εἶδος]] θρησκευτικῆς ἀδελφότητος ἢ ἑταιρείας, ὡς οἱ συνθύται Μουσάων ἐν ἐπιγραφ. Βοιωτ., σελ. 94 Κeil, οἱ Παναθηναϊσταὶ καὶ Διονυσιασταὶ ἔν τινι Τηΐᾳ ἐπιγραφ., Συλλ. Ἐπιγρ. 3073, πρβλ. 3101, 3112, οἱ Ἀγαθοδαιμονιασταὶ ἐν ταῖς Ἀνεκδότοις Ἐπιγραφ. τοῦ Ross 282· ― οἱ ἀρχηγοὶ τοιούτων θιάσων ἐκαλοῦντο ἀρχιθιασῖται, Ἐπιγραφ. Δήλ. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 2271. 46 κἑξ. 2) [[καθόλου]], [[μερίς]], ὁμὰς ἀνθρώπων, «συντροφιά», Κενταύρων Εὐρ. Ι. Α. 1059· ἡλίκων ὁ αὐτ. Ι. Τ. 1146· Μουσῶν Ἀριστοφ. Θεσμ. 41· [[εὔοπλος]] θ., ἐπὶ πολεμιστῶν, Εὐρ. Φοιν. 796· Κενταυρικὸς καὶ [[Σατυρικός]] Πλάτ. Πολιτικ. 303C· τοῦ σοῦ θιάσου Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13· Ἀσιανῶν ἀκροαμάτων θίασοι Πλούτ. ἐν Ἀντ. 24. ΙΙ. ἡ ἑορτὴ ἢ τὸ [[συμπόσιον]] τοιούτων θιάσων, Πλούτ. 2. 301 Ε, Κλεομέν. 34. (Ἡ [[σημασία]] τῆς λέξ. ὑποδεικνύει σχέσιν πρὸς τὴν √ΘΥ, [[θυιάς]]· καὶ περὶ τοῦ ι = υ, πρβλ. [[φυτεύω]] φιτεύω, [[δρῦς]] δρία, ὑπερφαὴς [[ὑπερφίαλος]]).
}}
{{bailly
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>I.</b> thiase :<br /><b>1</b> troupe de gens célébrant un sacrifice en l’honneur d’un dieu (<i>particul.</i> Bacchus) et parcourant les rues en dansant, chantant et criant;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> troupe bruyante, troupe : [[τοῦ]] [[σοῦ]] θιάσου XÉN de ta compagnie;<br /><b>II.</b> la fête elle-même (danse, festin, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' DELG pê thraco-phrygien ou crétois.
}}
}}