κρᾶμα: Difference between revisions

Bailly1_3
(6_21)
(Bailly1_3)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''κρᾶμα''': τὸ, ([[κεράννυμι]]) πᾶν κεκραμένον [[πρᾶγμα]], [[μῖγμα]], Τίμ. Λοκρ. 95E, Πλούτ. 2. 1109E, κτλ.· ἰδίως κεκραμένος [[οἶνος]], Πλούτ. 2. 140F, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. H΄, 2).
|lstext='''κρᾶμα''': τὸ, ([[κεράννυμι]]) πᾶν κεκραμένον [[πρᾶγμα]], [[μῖγμα]], Τίμ. Λοκρ. 95E, Πλούτ. 2. 1109E, κτλ.· ἰδίως κεκραμένος [[οἶνος]], Πλούτ. 2. 140F, Ἑβδ. (ᾎσμα ᾈσμάτ. H΄, 2).
}}
{{bailly
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> mélange, mixtion;<br /><b>2</b> vin trempé.<br />'''Étymologie:''' R. Κρα de Καρ, cf. [[κρατήρ]] et [[κεράννυμι]].
}}
}}