προσθήκη: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_9)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''προσθήκη''': ἡ, ([[προστίθημι]]) ὡς καὶ νῦν, [[προσθήκη]], [[παράρτημα]], [[συμπλήρωμα]], [[μάλιστα]] ἐν βιβλίῳ, προσθήκας... μοι ὁ [[λόγος]] ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο Ἡρόδ. 4. 30, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3· εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι πρ. πέλοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 500· σμικρὰ πρ. Πλάτ. Πολ. 339Β, πρβλ. Λάχ. 182C· ἐν προσθήκης μέρει, ἐν εἴδει παραρτήματος, Δημ. 22. 4, 154, 18· ἐν ὑπηρέτου καὶ πρ. μέρει ὁ αὐτ. 37. 4· ἐν πρ. μοίρᾳ Λουκ. Ζεῦξις 2· προσθήκης μοῖραν ἐπεῖχον, ἦσαν [[εἶδος]] προσθήκης, Διον. Ἁλ. 5. 67· [Ἀντώνιος] πρ. τῆς γυναικὸς ἦν, [[σύμμαχος]], [[ἐπίκουρος]], Πλουτ. Ἀντών. 62 ([[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ): [[ἐντεῦθεν]], 2) συμβεβηκός τι, ἁπλῆ τις [[περίστασις]], Δημ. 1477· 20 πᾶσίν εἰσι πράγμασι προσθῆκαι δύο, πάντα τὰ πράγματα ἔχουσι δύο τρόπους ἐκτελέσεως, ὁ αὐτ. 645. 3, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 631, Παροιμιογρ. ΙΙ. [[βοήθεια]], [[συνδρομή]], [[ἐπικουρία]]. προσθήκῃ θεοῦ Σοφ. Ο. Τ. 38· [[μάλιστα]] ἐπὶ προσθέτου βοηθείας, τῇ τῶν νόμων προσθήκῃ τῶν αἰσχρῶν περίεστι Δημ. 777. 1. ΙΙΙ. [[μόριον]] (γραμμ.), ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον τὸ [[πάθος]] Λογγῖν. 21. 2.
|lstext='''προσθήκη''': ἡ, ([[προστίθημι]]) ὡς καὶ νῦν, [[προσθήκη]], [[παράρτημα]], [[συμπλήρωμα]], [[μάλιστα]] ἐν βιβλίῳ, προσθήκας... μοι ὁ [[λόγος]] ἐξ ἀρχῆς ἐδίζητο Ἡρόδ. 4. 30, πρβλ. Ἀριστ. Ρητ. 1. 1, 3· εὖ γὰρ πρὸς εὖ φανεῖσι πρ. πέλοι Αἰσχύλ. Ἀγ. 500· σμικρὰ πρ. Πλάτ. Πολ. 339Β, πρβλ. Λάχ. 182C· ἐν προσθήκης μέρει, ἐν εἴδει παραρτήματος, Δημ. 22. 4, 154, 18· ἐν ὑπηρέτου καὶ πρ. μέρει ὁ αὐτ. 37. 4· ἐν πρ. μοίρᾳ Λουκ. Ζεῦξις 2· προσθήκης μοῖραν ἐπεῖχον, ἦσαν [[εἶδος]] προσθήκης, Διον. Ἁλ. 5. 67· [Ἀντώνιος] πρ. τῆς γυναικὸς ἦν, [[σύμμαχος]], [[ἐπίκουρος]], Πλουτ. Ἀντών. 62 ([[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ): [[ἐντεῦθεν]], 2) συμβεβηκός τι, ἁπλῆ τις [[περίστασις]], Δημ. 1477· 20 πᾶσίν εἰσι πράγμασι προσθῆκαι δύο, πάντα τὰ πράγματα ἔχουσι δύο τρόπους ἐκτελέσεως, ὁ αὐτ. 645. 3, Ἄλεξις ἐν Ἀδήλ. 631, Παροιμιογρ. ΙΙ. [[βοήθεια]], [[συνδρομή]], [[ἐπικουρία]]. προσθήκῃ θεοῦ Σοφ. Ο. Τ. 38· [[μάλιστα]] ἐπὶ προσθέτου βοηθείας, τῇ τῶν νόμων προσθήκῃ τῶν αἰσχρῶν περίεστι Δημ. 777. 1. ΙΙΙ. [[μόριον]] (γραμμ.), ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον τὸ [[πάθος]] Λογγῖν. 21. 2.
}}
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> addition, développement, suite ; <i>particul.</i> digression;<br /><b>2</b> accessoire : [[ἐν]] προσθήκης μέρει DÉM à titre d’accessoire <i>ou</i> de hors-d’œuvre;<br /><b>3</b> assistance donnée par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]].
}}
}}