Anonymous

προσθήκη: Difference between revisions

From LSJ
35
(Bailly1_4)
(35)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> addition, développement, suite ; <i>particul.</i> digression;<br /><b>2</b> accessoire : [[ἐν]] προσθήκης μέρει DÉM à titre d’accessoire <i>ou</i> de hors-d’œuvre;<br /><b>3</b> assistance donnée par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]].
|btext=ης (ἡ) :<br /><b>1</b> addition, développement, suite ; <i>particul.</i> digression;<br /><b>2</b> accessoire : [[ἐν]] προσθήκης μέρει DÉM à titre d’accessoire <i>ou</i> de hors-d’œuvre;<br /><b>3</b> assistance donnée par les dieux.<br />'''Étymologie:''' [[προστίθημι]].
}}
{{grml
|mltxt=η, ΝΜΑ [[προστίθημι]]<br /><b>1.</b> [[πρόσθεση]], [[προσάρτηση]] (α. «θα [[κάνω]] μία [[προσθήκη]] στο [[κείμενο]]» β. «ἐν προσθήκης μέρει» — με τη [[μορφή]] παραρτήματος, <b>Πλάτ.</b><br />γ. «προσθήκης μοῑραν ἐπέχειν» — ήταν [[είδος]] προσθήκης, Διον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[συμπλήρωση]], [[επαύξηση]]<br /><b>3.</b> το [[μέρος]] που προστίθεται, το [[συμπλήρωμα]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />([[κυρίως]] για κτίσματα) [[επέκταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> πρόσθετη [[πληρωμή]]<br /><b>2.</b> (σχετικά με [[αξία]]) [[πρόσθετος]] [[χαρακτηρισμός]] («πᾱσίν εἰσι πράγμασι καὶ λόγοις δύο προσθῆκαι, ἡ τοῡ δικαίου καὶ ἀδίκου», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>3.</b> [[γεγονός]], απλό [[περιστατικό]] («τὰ δ' ἄλλα προσθήκας ἅπαντα χρὴ καλεῑν», Αλεξ.)<br /><b>4.</b> [[βοήθεια]], [[αρωγή]], [[επικουρία]] (α. «[[προσθήκη]] τῆς γυναικὸς ἦν», <b>Πλούτ.</b><br />β. «τῇ τῶν νόμων προσθήκῃ τῶν αἰσχρῶν περίεστι», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>5.</b> <b>γραμμ.</b> [[μόριο]] («ὑπὸ τῶν συνδέσμων καὶ τῶν ἄλλων προσθηκῶν ἐμποδιζόμενον τὸ [[πάθος]]», Λογγίν.)<br /><b>6.</b> [[τόκος]]<br /><b>7.</b> [[πρόοδος]]<br /><b>8.</b> το [[τμήμα]] της εκκλησίας που [[είναι]] πρόσθετο στο [[ιερό]].
}}
}}