εὔδιος: Difference between revisions

Bailly1_2
(6_15)
(Bailly1_2)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''εὔδιος''': -ον, (ἴδε ἐν λέξ. [[δῖος]]): -[[γαλήνιος]], [[καθαρός]], [[λαμπρός]], επὶ ἀέρος, καιροῦ, θαλάσσης, [[ἄνεμος]] Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 38˙ εὔδια πάντα Θεόκρ. 22. 22˙ ἁλὸς ἄκραι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 521, κτλ.˙ [[θερμός]], [[μαλακός]], [[ἤπιος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[χειμέριος]], Πινδ. Π. 5. 12˙ χειμὼν Ἱππ. π. Ἀέρ. 287˙ ἐπὶ προσώπων, [[ἤπιος]], [[φαιδρός]], εὔχαρι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 29˙ τὸ [[εὔδιον]] τοῦ προσώπου Μ. Ἀντων. 6. 30: - οὐδ. [[εὔδιον]], εὔδια, ὡς Ἐπίρρ. Ὀππ. Κυν. 1. 44, Ἀνθ. Π. 10. 14: - ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. εὐδιέστερος, -έστατος Ἰππ. π. Ἀέρ., ἔνθ’ ἀνωτ.˙ [[εὐδιαίτερος]] Ξεν., ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐξερχόμενος ἢ ἀσχολούμενος ἐν καλοκαιρίᾳ, Ἄρατ. 916˙ φέρων ὡραῖον καιρόν, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 24. Ἐκ τῆς ποσότητος τοῦ [[δῖος]] θὰ ἐνόμιζέ τις ὅτι τὸ ι [[εἶναι]] μακρὸν ἐν τῷ [[εὔδιος]], [[εὐδία]], κτλ.˙ ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσιν ῐ ἐν ἀμφοτέροις˙ μόνον ἐν Ὀρφ., ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν ἄρσει ῑ ὡς καὶ ἐν Ἀράτ. 784, 823, 850: ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 15, 4 ὁ Βεκκῆρος ἔγραψεν εὐδῖαι, [[ἴσως]] κατὰ λάθος.
|lstext='''εὔδιος''': -ον, (ἴδε ἐν λέξ. [[δῖος]]): -[[γαλήνιος]], [[καθαρός]], [[λαμπρός]], επὶ ἀέρος, καιροῦ, θαλάσσης, [[ἄνεμος]] Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 38˙ εὔδια πάντα Θεόκρ. 22. 22˙ ἁλὸς ἄκραι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 521, κτλ.˙ [[θερμός]], [[μαλακός]], [[ἤπιος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[χειμέριος]], Πινδ. Π. 5. 12˙ χειμὼν Ἱππ. π. Ἀέρ. 287˙ ἐπὶ προσώπων, [[ἤπιος]], [[φαιδρός]], εὔχαρι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 29˙ τὸ [[εὔδιον]] τοῦ προσώπου Μ. Ἀντων. 6. 30: - οὐδ. [[εὔδιον]], εὔδια, ὡς Ἐπίρρ. Ὀππ. Κυν. 1. 44, Ἀνθ. Π. 10. 14: - ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. εὐδιέστερος, -έστατος Ἰππ. π. Ἀέρ., ἔνθ’ ἀνωτ.˙ [[εὐδιαίτερος]] Ξεν., ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐξερχόμενος ἢ ἀσχολούμενος ἐν καλοκαιρίᾳ, Ἄρατ. 916˙ φέρων ὡραῖον καιρόν, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 24. Ἐκ τῆς ποσότητος τοῦ [[δῖος]] θὰ ἐνόμιζέ τις ὅτι τὸ ι [[εἶναι]] μακρὸν ἐν τῷ [[εὔδιος]], [[εὐδία]], κτλ.˙ ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσιν ῐ ἐν ἀμφοτέροις˙ μόνον ἐν Ὀρφ., ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν ἄρσει ῑ ὡς καὶ ἐν Ἀράτ. 784, 823, 850: ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 15, 4 ὁ Βεκκῆρος ἔγραψεν εὐδῖαι, [[ἴσως]] κατὰ λάθος.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />calme, tranquille, serein ; à l’abri du vent <i>ou</i> du mauvais temps;<br /><i>Cp.</i> [[εὐδιαίτερος]], <i>Sp.</i> [[εὐδιέστατος]].<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[δῖος]].
}}
}}