εὔδιος
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
English (LSJ)
εὔδιον,
A calm, fine, clear, of air, weather, sea, ἄνεμος X.HG1.6.38 (Comp.); εὔδια πάντα Theoc.22.22; ἁλὸς ἄκραι A.R.1.521, etc.; warm, mild, χειμών Hp.Aër.10; peaceful, εὔδιος καὶ γαληνὸς βίος Ph.1.411; of persons, mild, gracious, εὐδίhα the Gracious one, Inscr. Cypr. in Berl.Sitzb.1911.639, cf. Opp.H.4.29; τὸ εὔδιον τοῦ προσώπου M.Ant.6.30: neut. εὔδιον, εὔδια, as adverb, Opp.C.1.44, AP10.14.1 (Agath.): Comp. εὐδιαίτερος X. l.c.: Sup. εὐδιεστάτη [χώρη] Hp.Aër. 12.
II in fine weather, κέπφοι εὔδιοι ποτέονται Arat.916; bringing fine weather, Orph.H.38.24. (For εὔδιϝος, cf. Ζεύς.) [ῐ in εὐδία, εὔδιος, exc. metri gr., Orph. l.c., Arat. l.c.]
German (Pape)
[Seite 1062] (Ζεύς, Διός), still, ruhig, heiter (vgl. εὐδιεινός u. εὐδία), bes. bei Sp. von dem Ruhen der Stürme, ἐκ δ' ἀνέμοιο εὔδιοι ἐκλύζοντο – ἄκραι Ap. Rh. 1, 521; κλίμα Strab. III p. 144; νῆσος ποιοῦσα εὔδιον τὸν λιμένα D. Sic. 12, 61, wie Luc. pisc. 29; τὰ πρὸς πλόον εὔδια πάντα Theocr. 22, 22; bei heiterm Wetter Etwas thuend, Arat. 991 u. öfter; oft übertr., εὔδιος καὶ ἥδιστος βίος, ruhig, heiter, poet., u. ähnl., wie ποτὲ μὲν φαίνεις πολὺν ὑετόν, ἄλλοτε δ' αὖτε εὔδιος Ep. ad. 37 (XII, 156); πρηΰς τε καὶ εὔδιος ἄμμιν ἱκάνοις Opp. H. 4, 29; vgl. Jacobs zu Philostr. 20, 17; τὸ εὔδιον τοῦ προσώπου M. Ant. 6, 29; – εὔδιον steht adverb., Opp. Cyn. 1, 44, wie εὔδια πόντος πορφύρεται Agath. (X, 14). – Bei Hippocr. mild, in Beziehung auf die Wärme, χειμὼν μήτε λίην εὔδιος μήτε ὑπερβάλλων τῷ ψύχει. Vgl. oben εὐδιαίτερος. Hippocr. hat auch den superl. εὐδιεστάτη. [ι wird von Arat. u. Orph., wenn die letzte Sylbe lang ist, auch lang gebraucht.]
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
calme, tranquille, serein ; à l'abri du vent ou du mauvais temps;
Cp. εὐδιαίτερος, Sp. εὐδιέστατος.
Étymologie: εὖ, δῖος.
Russian (Dvoretsky)
εὔδιος:
1 спокойный, тихий (λιμήν Diod., Luc.; πρὸς πλόον Theocr.);
2 теплый, мягкий (ἄνεμος Xen.);
3 спокойный, ясный, веселый (sc. ἀνήρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
εὔδιος: -ον, (ἴδε ἐν λέξ. δῖος): -γαλήνιος, καθαρός, λαμπρός, επὶ ἀέρος, καιροῦ, θαλάσσης, ἄνεμος Ξεν. Ἑλλ. 1. 6, 38· εὔδια πάντα Θεόκρ. 22. 22· ἁλὸς ἄκραι Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 521, κτλ.· θερμός, μαλακός, ἤπιος, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ χειμέριος, Πινδ. Π. 5. 12· χειμὼν Ἱππ. π. Ἀέρ. 287· ἐπὶ προσώπων, ἤπιος, φαιδρός, εὔχαρι, Ὀππ. Ἁλ. 4. 29· τὸ εὔδιον τοῦ προσώπου Μ. Ἀντων. 6. 30: - οὐδ. εὔδιον, εὔδια, ὡς Ἐπίρρ. Ὀππ. Κυν. 1. 44, Ἀνθ. Π. 10. 14: - ἀνώμαλ. Συγκρ. καὶ Ὑπερθ. εὐδιέστερος, -έστατος Ἰππ. π. Ἀέρ., ἔνθ’ ἀνωτ.· εὐδιαίτερος Ξεν., ἔνθ’ ἀνωτ. ΙΙ. ἐξερχόμενος ἢ ἀσχολούμενος ἐν καλοκαιρίᾳ, Ἄρατ. 916· φέρων ὡραῖον καιρόν, Ὀρφ. Ὕμν. 37. 24. Ἐκ τῆς ποσότητος τοῦ δῖος θὰ ἐνόμιζέ τις ὅτι τὸ ι εἶναι μακρὸν ἐν τῷ εὔδιος, εὐδία, κτλ.· ἀλλ’ οἱ ποιηταὶ ἔχουσιν ῐ ἐν ἀμφοτέροις· μόνον ἐν Ὀρφ., ἔνθ’ ἀνωτ., ἐν ἄρσει ῑ ὡς καὶ ἐν Ἀράτ. 784, 823, 850: ἐν Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 15, 4 ὁ Βεκκῆρος ἔγραψεν εὐδῖαι, ἴσως κατὰ λάθος.
Greek Monolingual
ο (ΑΜ εὔδιος, -ον) ευδία
(για καιρό, αέρα, θάλασσα κ.λπ.) γαλήνιος, ήσυχος, λαμπρός, ανέφελος («χειμὼν εὔδιος», Ιπποκρ.)
μσν.-αρχ.
(για πρόσ.) φαιδρός, ήπιος («εὔδιος ἡ ψυχή», Ιουστ.)
αρχ.
1. ειρηνικός, ήσυχος («εὔδιος καὶ γαληνὸς βίος», Φίλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὔδιον
η ιδιότητα του ευδίου («τὸ εὔδιον τοῦ προσώπου», Μαρκ. Αυρ.)
3. αυτός που ασχολείται με κάτι όταν είναι καλοκαιρία
4. αυτός που φέρνει καλοκαιρία.
επίρρ...
εὔδιον και εὐδία (Α), εὐδίως (Μ)
με γαλήνη, ήσυχα.
Greek Monotonic
εὔδιος: -ον (δῖος), γαλήνιος, ήρεμος, καλός, ωραίος, λαμπρός, καθαρός, λέγεται για τον καιρό, για τη θάλασσα κ.λπ., σε Ξεν., Θεόκρ.· ουδ. εὔδιον, εὔδια, ως επίρρ., σε Ανθ.· ανώμ. συγκρ. εὐδιαίτερος, σε Ξεν.
Middle Liddell
εὔ-διος, ον δῖος
calm, fine, clear, of weather, sea, etc., Xen., Theocr.:—neut. εὔδιον, εὔδια, as adv., Anth.:—irreg. comp. εὐδιαίτερος, Xen.
English (Woodhouse)
Mantoulidis Etymological
(=γαλήνιος, καθαρός). Ἀπό τό εὖ + Διός (γεν. τοῦ Ζεύς) πού ἔχει σχέση μέ τό δῖος (=πού ἀνήκει στό Δία) ἀπό ρίζα διϝ-.
Παράγωγα: εὐδία (=καλοκαιρία, γαλήνη), εὐδιάω (=εἶμαι γαλήνιος), εὐδιάζομαι (=εἶμαι γαλήνιος).