3,277,121
edits
(6_4) |
(Bailly1_2) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ζευκτήριος''': -α, -ον, ζευγνύων, συνδέων, [[γέφυρα]] γαῖν δυοῖν ζ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 736· πάτερ… Μαινάδων ζευκτήριε ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ζευκτήριον, τό, = [[ζυγόν]], ὁ [[ζυγός]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 529· ζευκτηρία, ἡ, = [[ζεύγλη]] ΙΙ, ἴδε ἐν λ. [[πηδάλιον]]. | |lstext='''ζευκτήριος''': -α, -ον, ζευγνύων, συνδέων, [[γέφυρα]] γαῖν δυοῖν ζ. Αἰσχύλ. Πέρσ. 736· πάτερ… Μαινάδων ζευκτήριε ὁ αὐτ. Ἀποσπ. 350. ΙΙ. ὡς οὐσιαστ., ζευκτήριον, τό, = [[ζυγόν]], ὁ [[ζυγός]], ὁ αὐτ. Ἀγ. 529· ζευκτηρία, ἡ, = [[ζεύγλη]] ΙΙ, ἴδε ἐν λ. [[πηδάλιον]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=α, ον :<br />qui sert à joindre, à unir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ζεύγνυμι]]. | |||
}} | }} |