Anonymous

ζευκτήριος: Difference between revisions

From LSJ
16
(Bailly1_2)
(16)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=α, ον :<br />qui sert à joindre, à unir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ζεύγνυμι]].
|btext=α, ον :<br />qui sert à joindre, à unir, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ζεύγνυμι]].
}}
{{grml
|mltxt=-ια και -ία, -ιο (AM [[ζευκτήριος]], -ία, -ιον)<br /><b>1.</b> ο [[κατάλληλος]] για [[ζεύξη]], για [[σύνδεση]]<br /><b>2.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> <i>η ζευκτηρία</i><br />ο [[ζευκτήρας]], το [[ζευγόλουρο]]<br /><b>3.</b> (πληθ. θηλ. ως ουσ.) <i>οι ζευκτηρίες</i><br />καθένα από τα δύο τεμάχια με τα οποία συνδέεται το [[πηδάλιο]] με τους γλουτούς του πλοίου και από τις δύο πλευρές του ποδοστήματος, [[έτσι]] ώστε σε [[περίπτωση]] αποσύνδεσης το [[πηδάλιο]] να συγκρατηθεί από αυτά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ζευκτήρ]].
}}
}}