στρεβλός: Difference between revisions

Bailly1_4
(6_10)
(Bailly1_4)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''στρεβλός''': -ή, -όν, ([[στρέφω]]) συνεστραμμένος, διεστραμμένος, «[[στραβός]]», [[κύτταρον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 516· στρεβλὸν ὀθρῶσαι κλάδον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 163· λοξοβάται στρεβλοί, ἐπὶ καρκίνων, Βατραχομυομ. 307· μυκτὴρ Νικ. Ἀλεξιφ. 442· κανὼν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 5· ὁ ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς διεστραμμένους, [[παραβλώψ]], ἀλλοίθωρος, ὡς τὸ [[στραβός]], Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 6· πρβλ. Α. Β. 62, Ἱππ. π. Ἀερ. 289· ἐπὶ τῶν ὀφρύων καὶ τοῦ μετώπου, συνωφρυωμένος, ἐρρυτιδωμένος, «ἀνάποδος», [[πανοῦργος]], στρεβλοῖσι παλαίσμασι, διὰ πανούργων τεχνασμάτων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 878· - διεστραμμένος, [[αὐθάδης]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 26, Σειρὰχ Λ΄, 20).
|lstext='''στρεβλός''': -ή, -όν, ([[στρέφω]]) συνεστραμμένος, διεστραμμένος, «[[στραβός]]», [[κύτταρον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 516· στρεβλὸν ὀθρῶσαι κλάδον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 163· λοξοβάται στρεβλοί, ἐπὶ καρκίνων, Βατραχομυομ. 307· μυκτὴρ Νικ. Ἀλεξιφ. 442· κανὼν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 5· ὁ ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς διεστραμμένους, [[παραβλώψ]], ἀλλοίθωρος, ὡς τὸ [[στραβός]], Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 6· πρβλ. Α. Β. 62, Ἱππ. π. Ἀερ. 289· ἐπὶ τῶν ὀφρύων καὶ τοῦ μετώπου, συνωφρυωμένος, ἐρρυτιδωμένος, «ἀνάποδος», [[πανοῦργος]], στρεβλοῖσι παλαίσμασι, διὰ πανούργων τεχνασμάτων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 878· - διεστραμμένος, [[αὐθάδης]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 26, Σειρὰχ Λ΄, 20).
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> tortu;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> rusé, fourbe.<br />'''Étymologie:''' [[στρέφω]].
}}
}}