Anonymous

στρεβλός: Difference between revisions

From LSJ
6_10
(13_5)
(6_10)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] gedreht, gekrümmt, gewunden, στρεβλὸν ὥςπερ [[κύτταρον]], Ar. Th. 516; verdreht, von den Augen, schielend, nach Phryn. in B. A. 62 besser als [[στραβός]]; – von den Augenbrauen, zusammengezogen, gerunzelt, [[ὀφρύς]], Leon. Tar. 85 (VII, 440). – liebertr., listig, verschlagen, στρεβλὰ παλαίσματα, 377; στρεβλὰ κολαζόμενος, Maneth. 4, 198.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0952.png Seite 952]] gedreht, gekrümmt, gewunden, στρεβλὸν ὥςπερ [[κύτταρον]], Ar. Th. 516; verdreht, von den Augen, schielend, nach Phryn. in B. A. 62 besser als [[στραβός]]; – von den Augenbrauen, zusammengezogen, gerunzelt, [[ὀφρύς]], Leon. Tar. 85 (VII, 440). – liebertr., listig, verschlagen, στρεβλὰ παλαίσματα, 377; στρεβλὰ κολαζόμενος, Maneth. 4, 198.
}}
{{ls
|lstext='''στρεβλός''': -ή, -όν, ([[στρέφω]]) συνεστραμμένος, διεστραμμένος, «[[στραβός]]», [[κύτταρον]] Ἀριστοφ. Θεσμ. 516· στρεβλὸν ὀθρῶσαι κλάδον Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 163· λοξοβάται στρεβλοί, ἐπὶ καρκίνων, Βατραχομυομ. 307· μυκτὴρ Νικ. Ἀλεξιφ. 442· κανὼν Ἀριστ. Ρητορ. 1. 1, 5· ὁ ἔχων τοὺς ὀφθαλμοὺς διεστραμμένους, [[παραβλώψ]], ἀλλοίθωρος, ὡς τὸ [[στραβός]], Εὔπολ. ἐν «Μαρικᾷ» 6· πρβλ. Α. Β. 62, Ἱππ. π. Ἀερ. 289· ἐπὶ τῶν ὀφρύων καὶ τοῦ μετώπου, συνωφρυωμένος, ἐρρυτιδωμένος, «ἀνάποδος», [[πανοῦργος]], στρεβλοῖσι παλαίσμασι, διὰ πανούργων τεχνασμάτων, Ἀριστοφ. Βάτρ. 878· - διεστραμμένος, [[αὐθάδης]], Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΖ΄, 26, Σειρὰχ Λ΄, 20).
}}
}}