3,270,824
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀφύσσω''': Ἐπικ. παρατατ. ἄφυσσον, Καλλ. εἰς Δήμ. 70· μέλλ. ἀφύξω, Δωρ. -ξῶ Θεόκρ. 7. 65· [[ὡσαύτως]] ἀφύσω [ῠ] Ἀνθ. Π. 5. 226· ἀόρ. ἤφῠσα Ὀδ. (πρβλ. δι-), Ἐπ. [[ἄφυσσα]] Ὀδ. Β. 379, Εὐρ. Ι. Α. 1051 (λυρ.), προστακτ. ἄφυσσον Ὀδ. Β. 349: ― Μέσ. ἀόρ. ἠφῠσάμην, Ἐπ. ἀφύσσατο Ἰλ. Π. 230: ― (Ὁ ἀόρ. ἀποδίδοται ὑφ’ ἐτέρων εἰς ἐνεστῶτα [[ἀφύω]], [[ὅστις]] ἀπαντᾶ ἐν συνθέτοις [[ἐξαφύω]], [[ὑπεξαφύομαι]]). Ἀπαρύομαι, ἀπαντλῶ, ἐπὶ ὑγρῶν, [[κυρίως]] ἀπαντλῶ ἀπὸ μεγαλειτέρου ἀγγείου διά τινος μικροτέρου, [[νέκταρ]] ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Ι. 9· [[οἶνον]] ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἠφύσαμεν Ι. 165· εἰς ἄγγε’ ἀφύσσαι δῶρα Διωνύσου Ἔργ. κ. Ἡμ. 611· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[πίθων]] ἠφύσσετο [[οἶνος]], ἠντλεῖτο ἐκ τῶν [[πίθων]], Ὀδ. Ψ. 305· μεταφ., [[ἄφενος]] καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, «ἀπαντλήσειν, περισωρεύσειν», τινί, [[χάριν]] ἄλλου, Ἰλ. Α. 171: ― περὶ τοῦ ἐν Ν. 508., Ρ. 315, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[διαφύσσω]]. ΙΙ. Μέσ., ἀπαντλῶ δι’ ἐμαυτόν, [[οἶνον]] ἀφυσσόμενος [[χαμάδις]] χέε, δεῦε δὲ γαῖαν Ἰλ. Ψ. 220· ἀπὸ Κηφισοῦ ῥοὰς… ἀφυσσαμέναν, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Μήδ. 838· μεταφ., φύλλα ἠφυσάμην, «ἐπεχεάμην» (Σχόλ.), Ὀδ. Η. 286, πρβλ. Ε. 482. ― Λέξις Ἐπικὴ ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ι. Α. 1051, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς παρὰ Λουκ. ἐν Παρασ. 10. | |lstext='''ἀφύσσω''': Ἐπικ. παρατατ. ἄφυσσον, Καλλ. εἰς Δήμ. 70· μέλλ. ἀφύξω, Δωρ. -ξῶ Θεόκρ. 7. 65· [[ὡσαύτως]] ἀφύσω [ῠ] Ἀνθ. Π. 5. 226· ἀόρ. ἤφῠσα Ὀδ. (πρβλ. δι-), Ἐπ. [[ἄφυσσα]] Ὀδ. Β. 379, Εὐρ. Ι. Α. 1051 (λυρ.), προστακτ. ἄφυσσον Ὀδ. Β. 349: ― Μέσ. ἀόρ. ἠφῠσάμην, Ἐπ. ἀφύσσατο Ἰλ. Π. 230: ― (Ὁ ἀόρ. ἀποδίδοται ὑφ’ ἐτέρων εἰς ἐνεστῶτα [[ἀφύω]], [[ὅστις]] ἀπαντᾶ ἐν συνθέτοις [[ἐξαφύω]], [[ὑπεξαφύομαι]]). Ἀπαρύομαι, ἀπαντλῶ, ἐπὶ ὑγρῶν, [[κυρίως]] ἀπαντλῶ ἀπὸ μεγαλειτέρου ἀγγείου διά τινος μικροτέρου, [[νέκταρ]] ἀπὸ κρητῆρος ἀφύσσων Ἰλ. Α. 598, πρβλ. Ὀδ. Ι. 9· [[οἶνον]] ἐν ἀμφιφορεῦσιν ἠφύσαμεν Ι. 165· εἰς ἄγγε’ ἀφύσσαι δῶρα Διωνύσου Ἔργ. κ. Ἡμ. 611· [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., [[πίθων]] ἠφύσσετο [[οἶνος]], ἠντλεῖτο ἐκ τῶν [[πίθων]], Ὀδ. Ψ. 305· μεταφ., [[ἄφενος]] καὶ πλοῦτον ἀφύξειν, «ἀπαντλήσειν, περισωρεύσειν», τινί, [[χάριν]] ἄλλου, Ἰλ. Α. 171: ― περὶ τοῦ ἐν Ν. 508., Ρ. 315, ἴδε τὸ [[ῥῆμα]] [[διαφύσσω]]. ΙΙ. Μέσ., ἀπαντλῶ δι’ ἐμαυτόν, [[οἶνον]] ἀφυσσόμενος [[χαμάδις]] χέε, δεῦε δὲ γαῖαν Ἰλ. Ψ. 220· ἀπὸ Κηφισοῦ ῥοὰς… ἀφυσσαμέναν, περὶ τῆς Ἀφροδίτης, Εὐρ. Μήδ. 838· μεταφ., φύλλα ἠφυσάμην, «ἐπεχεάμην» (Σχόλ.), Ὀδ. Η. 286, πρβλ. Ε. 482. ― Λέξις Ἐπικὴ ἐν χρήσει καὶ παρ’ Εὐρ. ἔνθ’ ἀνωτ., Ι. Α. 1051, καὶ παρὰ μεταγεν. πεζολόγοις, ὡς παρὰ Λουκ. ἐν Παρασ. 10. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>f.</i> ἀφύσω, <i>poét.</i> ἀφύξω, <i>ao.</i> ἤφυσα, <i>pf. inus.</i><br /><b>I.</b> puiser d’un grand vase pour verser dans un petit : [[νέκταρ]] ἀπὸ κρητῆρος IL, οἶνον [[ἐκ]] κρητῆρος OD puiser du nectar, du vin dans un cratère ; οἶνον [[ἐν]] ἀμφιφορεῦσιν OD puiser du vin dans des amphores ; <i>Pass.</i> [[πίθων]] ἠφύσσετο [[οἶνος]] OD on puisait du vin dans des jarres ; <i>fig.</i> [[ἄφενος]] καὶ πλοῦτον ἀφ. IL puiser, <i>càd</i> amasser de la fortune et des richesses;<br /><b>II.</b> s’enfoncer <i>ou</i> pénétrer dans ; déchirer : διὰ <i>adv.</i> δ’ ἔντερα χαλκὸς ἤφυσ’ IL et le fer (lui) déchira les entrailles;<br /><i><b>Moy.</b></i> ἀφύσσομαι (<i>ao.</i> ἠφυσάμην);<br /><b>1</b> puiser pour soi, acc.;<br /><b>2</b> amasser pour soi : ἀφ. φύλλα OD se faire un lit de feuilles.<br />'''Étymologie:''' DELG pas d’étym. | |||
}} | }} |