ἀποβολιμαῖος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_16)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποβολιμαῖος''': -ον, = [[ἀποβολεύς]], ὁ ἀποβάλλων, ῥίπτων τι, [[μετὰ]] γεν., τῶν ὅπλων Ἀριστοφ. Εἰρ. 678. 2) παθ., συνήθως ὁ ἀπορριπτόμενος, ὁ [[ἄνευ]] ἀξίας, Γλωσσ.
|lstext='''ἀποβολιμαῖος''': -ον, = [[ἀποβολεύς]], ὁ ἀποβάλλων, ῥίπτων τι, [[μετὰ]] γεν., τῶν ὅπλων Ἀριστοφ. Εἰρ. 678. 2) παθ., συνήθως ὁ ἀπορριπτόμενος, ὁ [[ἄνευ]] ἀξίας, Γλωσσ.
}}
{{bailly
|btext=α, ον :<br />sujet à jeter, gén..<br />'''Étymologie:''' [[ἀποβάλλω]].
}}
}}