ἀποβολιμαῖος
ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger
English (LSJ)
ἀποβολιμαῖον,
A apt to throw away, c.gen., τῶν ὅπλων Ar.Pax678.
2 Pass., usually thrown away, worthless, Glossaria.
Spanish (DGE)
-ον
1 el que tira, abandona τῶν ὅπλων Ar.Pax 678.
2 de un hijo repudiado, PMasp.353A.8, 97ue.D49, cj. por ἀποβόλημα Origenes Cat.1Ep.Cor.1.29.
3 inútil, carente de valor, Gloss.2.235.
German (Pape)
[Seite 297] 1) der wegzuwerfen pflegt, ὅπλων Ar. Equ. 661. – 2) was gewöhnl. weggeworfen wird.
French (Bailly abrégé)
α, ον :
sujet à jeter, gén..
Étymologie: ἀποβάλλω.
Russian (Dvoretsky)
ἀποβολιμαῖος: отбрасывающий прочь, бросающий (τῶν ὅπλων Arph.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποβολιμαῖος: -ον, = ἀποβολεύς, ὁ ἀποβάλλων, ῥίπτων τι, μετὰ γεν., τῶν ὅπλων Ἀριστοφ. Εἰρ. 678. 2) παθ., συνήθως ὁ ἀπορριπτόμενος, ὁ ἄνευ ἀξίας, Γλωσσ.
Greek Monolingual
ἀπολιμαῖος, -ον (Α)
1. φρ. «ἀποβολιμαῖος τῶν ὅπλων» — αυτός που πετάει τα όπλα του
2. ο ανάξιος λόγου, αυτός που είναι για πέταμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < απο- + βόλιμος < βόλος ή βολή < βάλλω].
Greek Monotonic
ἀποβολιμαῖος: -ον (ἀποβάλλω), κατάλληλος να απορρίψει, να πετάξει κάτι, με γεν., σε Αριστοφ.