ἀπασχολέω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀπασχολέω''': ἀπασχολῶ ὡς καὶ νῦν Λουκ. Φιλόψ. 14, Ἡλιόδ. 2. 21: ― Παθ. εἶμαι ὁλωσδιόλου ἀπησχολημένος χωρὶς νὰ [[δύναμαι]] νὰ προσέξω εἰς [[ἄλλο]] τι, περὶ τινα Λουκ. Χαρίδ. 19· πρβλ. Κλήμ. Ἁλ. 778. ΙΙ. τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης εἰς ἑαυτὴν τὰ βέλη, καθιστώσης αὐτὰ ἀτελεσφόρητα, Ἡρωδιαν. 7. 2.
|lstext='''ἀπασχολέω''': ἀπασχολῶ ὡς καὶ νῦν Λουκ. Φιλόψ. 14, Ἡλιόδ. 2. 21: ― Παθ. εἶμαι ὁλωσδιόλου ἀπησχολημένος χωρὶς νὰ [[δύναμαι]] νὰ προσέξω εἰς [[ἄλλο]] τι, περὶ τινα Λουκ. Χαρίδ. 19· πρβλ. Κλήμ. Ἁλ. 778. ΙΙ. τῆς συνεχείας τῶν φυτῶν ἀπασχολούσης εἰς ἑαυτὴν τὰ βέλη, καθιστώσης αὐτὰ ἀτελεσφόρητα, Ἡρωδιαν. 7. 2.
}}
{{bailly
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> ne laisser aucun loisir, tenir occupé ; <i>Pass.</i> être tout occupé : [[περί]] τινα auprès de qqn;<br /><b>2</b> occuper ailleurs, détourner : βέλη détourner des traits.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[ἀσχολέω]].
}}
}}