ἀνυπονόητος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀνυπονόητος''': -ον, περὶ οὗ δὲν ἔχει τις ὑποψίαν, [[πρός]] τι, ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Δημ. 1404. 22: - Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 1. 84, 9. 2) [[ἀπροσδόκητος]], ὁ αὐτ. 2. 57, 6. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ὑποπτεύων, τινὸς αὐτ. 4. 10, 7: - Ἐπίρρ. ἀνυπονοήτως, [[ἄνευ]] ὑποψίας, ὁ αὐτ. 5. 39, 2.
|lstext='''ἀνυπονόητος''': -ον, περὶ οὗ δὲν ἔχει τις ὑποψίαν, [[πρός]] τι, ὡς [[πρός]] τι [[πρᾶγμα]], Δημ. 1404. 22: - Ἐπίρρ. -τως Πολύβ. 1. 84, 9. 2) [[ἀπροσδόκητος]], ὁ αὐτ. 2. 57, 6. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ὑποπτεύων, τινὸς αὐτ. 4. 10, 7: - Ἐπίρρ. ἀνυπονοήτως, [[ἄνευ]] ὑποψίας, ὁ αὐτ. 5. 39, 2.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br />non soupçonné, non suspect.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[ὑπονοέω]].
}}
}}