ἀνυπονόητος
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
English (LSJ)
ἀνυπονόητον, (ὑπονοέω)
A unsuspected, πρός τι in a thing, D.61.11; ἄνθρωποι Plb.13.6.8.
2 unexpected, ἐλπίς Id.2.57.6. Adv. ἀνυπονοήτως Id.1.84.9.
II Act., unsuspecting, τοῦ μέλλοντος Id.4.10.7, cf. Phld.Mort.13, cf. 39. Adv. ἀνυπονοήτως = unsuspiciously, unexpectedly, unsuspectedly, without guessing, without suspecting, Plb.5.39.2.
Spanish (DGE)
-ον
I 1libre de sospecha φύσις ... πρὸς ... τὰς αἰτίας ἀ. D.61.11, ἄνθρωποι Plb.13.6.8, οἰκίαι Plb.15.30.3
•inesperado ἐνέδρα Plb.1.84.8, ἐλπίς Plb.2.57.6
•subst. plu. τὰ ἀνυπονόητα = sorpresas Plb.10.45.2.
2 que no sospecha, que no imagina c. gen. τοῦ μέλλοντος Plb.4.10.7, ἀ. εἶναι τῆς Ἑρμείου τόλμης Plb.5.56.2.
II adv. ἀνυπονοήτως
1 inesperadamente ἐμπίπτειν Plb.11.21.3
•de forma no sospechosa διακεῖσθαι Plb.14.10.7, ἐπιστρατοπεδεύειν Plb.1.84.9.
2 ingenuamente χρῆσθαι (οἴνῳ) Plb.5.39.2
•ψιλῶς καὶ ἀνυπονοήτως Hippol.Haer.7.20.
German (Pape)
[Seite 266] 1) unverdächtig, πρὸς τὰς αἰτίας Dem. 61, 11; ἄνθρωποι Pol. 13, 6; unerwartet, ἐλπίς 2, 57; auch adv. öfter. – 2) ohne Argwohn, nicht vermutend, τοῦ μέλλοντος Pol. 4, 10; ἀνυπονοήτως διακεῖσθαι 14, 10.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non soupçonné, non suspect.
Étymologie: ἀ, ὑπονοέω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνυπονόητος:
1 находящийся вне подозрений (πρός τι Dem.; ἄνθρωποι Polyb.);
2 неожиданный, непредвиденный (ἐλπίς Polyb.);
3 не подозревающий, не предвидящий (τοῦ μέλλοντος Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀνυπονόητος: -ον, περὶ οὗ δὲν ἔχει τις ὑποψίαν, πρός τι, ὡς πρός τι πρᾶγμα, Δημ. 1404. 22: - Ἐπίρρ. ἀνυπονοήτως Πολύβ. 1. 84, 9. 2) ἀπροσδόκητος, ὁ αὐτ. 2. 57, 6. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ μὴ ὑποπτεύων, τινὸς αὐτ. 4. 10, 7: - Ἐπίρρ. ἀνυπονοήτως, ἄνευ ὑποψίας, ὁ αὐτ. 5. 39, 2.
Greek Monolingual
ἀνυπονόητος, -ον (Α)
1. αυτός για τον οποίο δεν έχει κάποιος υπόνοια, υποψία
2. απροσδόκητος
3. ενεργ. αυτός που δεν έχει υπόνοια, υποψία για κάποιον.
Greek Monotonic
ἀνυπονόητος: -ον (ὑπονοέω), αυτός που δεν έχει υποψία, σε Δημ.
Translations
unsuspecting
Bulgarian: неподозиращ; Danish: intetanende; Dutch: nietsvermoedend; Finnish: pahaa-aavistamaton; French: qui ne se doute de rien; Georgian: ეჭვმიუტანელი; Greek: ανυποψίαστος; Ancient Greek: ἀνυπονόητος, ἀνύποπτος; Hungarian: gyanútlan; Irish: neamh-amhrasach; Norwegian Bokmål: intetanende; Persian: از همه جا بی خبر, بیخبر; Polish: niepodejrzewający; Spanish: desprevenido, incauto; Swedish: aningslös, intet ont anande, omisstänksam; Urdu: بے خبر