ἀποδημητικός: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_10)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποδημητικός''': -ή, -όν, ἀγαπῶν τὰς ἀποδημίας, τὰ ταξείδια, Δικαίαρχ. 1. 9· εἰ δὲ μὴ ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν, εἰ δὲ μὴ νὰ ἐξοστρακίζωνται εἰς ξένην χώραν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12: μεταφ., [[διαβατικός]], ὅ ἐ. Θνητός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 4· πρβλ. [[αὐτόθι]] 60 καὶ 105.
|lstext='''ἀποδημητικός''': -ή, -όν, ἀγαπῶν τὰς ἀποδημίας, τὰ ταξείδια, Δικαίαρχ. 1. 9· εἰ δὲ μὴ ἀποδημητικὰς ποιεῖσθαι τὰς παραστάσεις αὐτῶν, εἰ δὲ μὴ νὰ ἐξοστρακίζωνται εἰς ξένην χώραν, Ἀριστ. Πολιτικ. 5. 8, 12: μεταφ., [[διαβατικός]], ὅ ἐ. Θνητός, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 24, 4· πρβλ. [[αὐτόθι]] 60 καὶ 105.
}}
{{bailly
|btext=ή, όν :<br /><b>1</b> qui voyage à l’étranger;<br /><b>2</b> qui émigre (de ce monde dans l’autre), mortel.<br />'''Étymologie:''' [[ἀποδημέω]].
}}
}}