ἀποσφακελίζω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀποσφᾰκελίζω''': ἀποναρκοῦμαι, ἀπονεκροῦμαι ἐκ σφακέλου καὶ [[ἀποθνήσκω]], ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Ἡρόδ. 4. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 369. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ σφαδασμοῦ, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, πρβλ. [[σφάκελος]].
|lstext='''ἀποσφᾰκελίζω''': ἀποναρκοῦμαι, ἀπονεκροῦμαι ἐκ σφακέλου καὶ [[ἀποθνήσκω]], ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Ἡρόδ. 4. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 369. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ σφαδασμοῦ, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, πρβλ. [[σφάκελος]].
}}
{{bailly
|btext=<b>1</b> se gangrener;<br /><b>2</b> être épileptique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σφακελίζω]].
}}
}}