3,271,364
edits
(6_5) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀποσφᾰκελίζω''': ἀποναρκοῦμαι, ἀπονεκροῦμαι ἐκ σφακέλου καὶ [[ἀποθνήσκω]], ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Ἡρόδ. 4. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 369. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ σφαδασμοῦ, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, πρβλ. [[σφάκελος]]. | |lstext='''ἀποσφᾰκελίζω''': ἀποναρκοῦμαι, ἀπονεκροῦμαι ἐκ σφακέλου καὶ [[ἀποθνήσκω]], ἵπποι ἐν κρυμῷ ἑστεῶτες ἀποσφακελίζουσι Ἡρόδ. 4. 28, πρβλ. Ἀριστ. Ἀποσπ. 369. ΙΙ. καταλαμβάνομαι ὑπὸ σφαδασμοῦ, Πλουτ. Λυκοῦργ. 16, πρβλ. [[σφάκελος]]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<b>1</b> se gangrener;<br /><b>2</b> être épileptique.<br />'''Étymologie:''' [[ἀπό]], [[σφακελίζω]]. | |||
}} | }} |