ἀσπουδί: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_3)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀσπουδί''': [ῑ] εί, Ἐπίρρ. «χωρὶς σπουδῆς ἢ κακοπαθείας, καὶ [[ἄνευ]] πόνου καὶ μόχθου» Ἡσύχ.· μὴ μὰν [[ἀσπουδί]] γε γεῶν ἐπιβαῖεν ἕκηλοι Ἰλ. Θ. 512· [[ἀσπουδί]] γε δαμασσάμενοι Ο. 476· [[ἄνευ]] ἀγῶνος, ἀγενῶς, αἰσχρῶς, μὴ μὰν [[ἀσπουδί]] γε… ἀπολοίμην Χ. 304.
|lstext='''ἀσπουδί''': [ῑ] εί, Ἐπίρρ. «χωρὶς σπουδῆς ἢ κακοπαθείας, καὶ [[ἄνευ]] πόνου καὶ μόχθου» Ἡσύχ.· μὴ μὰν [[ἀσπουδί]] γε γεῶν ἐπιβαῖεν ἕκηλοι Ἰλ. Θ. 512· [[ἀσπουδί]] γε δαμασσάμενοι Ο. 476· [[ἄνευ]] ἀγῶνος, ἀγενῶς, αἰσχρῶς, μὴ μὰν [[ἀσπουδί]] γε… ἀπολοίμην Χ. 304.
}}
{{bailly
|btext=<i>adv.</i><br />sans effort, sans lutte, d’une façon méprisable.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[σπουδή]].
}}
}}