ἀσπουδί

From LSJ

Παθητός (ποθητός) ἐστι πᾶς τις εὐπροσήγορος → Facile alloqueris omnem, qui passu'st mala → Leicht ansprechbar ist jeder, der gelitten hat

Menander, Monostichoi, 457
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσπουδί Medium diacritics: ἀσπουδί Low diacritics: ασπουδί Capitals: ΑΣΠΟΥΔΙ
Transliteration A: aspoudí Transliteration B: aspoudi Transliteration C: aspoudi Beta Code: a)spoudi/

English (LSJ)

[ῑ] or ἀσπουδεί, Adv. without effort or without trouble, Il.8.512, 15.476; without a struggle, ignobly, μὴ μὰν ἀσπουδί γε.. ἀπολοίμην 22.304, cf. Arr.An. 6.9.5; carelessly, D.C.54.18.

Spanish (DGE)

• Alolema(s): tb. ἀσπουδεί.
adv.
1 sin esfuerzo μὴ μὰν ἀσπουδεί γε νεῶν ἐπιβαῖεν ἕκηλοι Il.8.512
sin lucha μὴ μὰν ἀσπουδεί γε δαμασσάμενοί περ ἕλοιεν νῆας Il.15.476, μὴ μὰν ἀσπουδεί γε ... ἀπολοίμην Il.22.304, οὐκ ἀσπουδεὶ ἀποθανεῖται Arr.An.6.9.5.
2 sin diligencia ἐπειδή τε ἀσπουδεὶ <οἱ> βουλευταὶ ἐς τὸ συνέδριον συνεφοίτων D.C.54.18.3.

German (Pape)

[Seite 374] ohne Mühe, ohne Anstrengung, Hom. dreimal, Iliad. 8, 512. 15, 476. 22, 304, vgl. Scholl. Aristonic. zu allen drei Stellen, Lehrs Aristarch. p. 122. Auch Arr. An. 6, 9.

French (Bailly abrégé)

adv.
sans effort, sans lutte, d'une façon méprisable.
Étymologie: , σπουδή.

Russian (Dvoretsky)

ἀσπουδί: (ῑ), v.l. ἀσπουδεί adv. без усилия, без труда Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσπουδί: [ῑ] εί, Ἐπίρρ. «χωρὶς σπουδῆς ἢ κακοπαθείας, καὶ ἄνευ πόνου καὶ μόχθου» Ἡσύχ.· μὴ μὰν ἀσπουδί γε γεῶν ἐπιβαῖεν ἕκηλοι Ἰλ. Θ. 512· ἀσπουδί γε δαμασσάμενοι Ο. 476· ἄνευ ἀγῶνος, ἀγενῶς, αἰσχρῶς, μὴ μὰν ἀσπουδί γε… ἀπολοίμην Χ. 304.

English (Autenrieth)

(σπουδή): without exertion; always in the phrase μὴ μὰν ἀσπουδί γε, at least notwithout a struggle,’ Il. 8.512, Il. 15.476, Il. 22.304.

Greek Monolingual

ἀσπουδί και -δεί επίρρ. (Α) σπουδή
1. χωρίς αγώνα ή προσπάθεια
2. αγενώς, αισχρά.

Middle Liddell

σπουδή
without zeal, without a struggle, ignobly, Il.