αὐαίνω: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_5)
(Bailly1_1)
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''αὐαίνω''': Ἀττ. αὐ- (πρβλ. ἀφ-, ἐπαφαυαίνω): παρατ. (καθ-) αύαινον Λουκ. Ἔρωτ. 12: μέλλ. αὐανῶ Σοφ., ἴδ. κατωτ.: ἀόρ. ηὔηνα ἢ αὔ- Ἡρόδ.· - Παθ., παρατ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514· ἀόρ. αὐάνθην ἢ αὔ-, ἴδε κατωτ. ἐξ- Ἡρόδ. 4. 151: μέλλ. αὐανθήσομαι (πρβλ. ἀφ-)· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μέσ. αὐανοῦμαι [[μετὰ]] παθ. σημασ., Σοφ., ἴδε κατωτ. Χειρόγραφα καὶ ἐκδόται διαφωνοῦσιν ὡς πρὸς τὴν αὔξησιν: (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τὸ αὔω). Ξηραίνω, αὐανθὲν (ἐπὶ ξύλου) Ὀδ. Ι. 321· αὐαίνειν ἰχθῦς πρὸς ἥλιον Ἡρόδ. 1. 200, πρβλ. 2. 77, 92., 4. 172: - Παθ., Ξεν. Οἰκ. 16. 14., 19, 11, Ἀν. 2. 3, 16, κτλ. 2) [[καταξηραίνω]], [[μαραίνω]], αὐαίνει δ’ ἄτης ἄνθεα φυόμενα Σόλων 15. 35· αὐανθείς [[πυθμήν]], ξηρανθείς, Αἰσχύλ. Χο. 260· αὐανῶ βίον, θὰ [[φθείρω]] τὴν ζωὴν μου, θὰ μαρανθῶ, Σοφ. Ἠλ. 819· αὐανούμαι, θὰ μαρανθῶ, θὰ «λυώσω», ὁ αὐτ. Φ. 954· ηὐαινόμην θεώμενος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514. ΙΙ. ἀμετάβ. = τῷ Παθ., τὰς δὲ ὑστέρας ὧδε μελεδαίνειν, [[ὅκως]] [[μήτε]] ὑγραὶ ἕωσι [[μήτε]] [[λίαν]] αὐαίνουσαι Ἱππ. 598. 27. - Τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] σχετικῶς σπάνιον, ἰδίως ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ.
|lstext='''αὐαίνω''': Ἀττ. αὐ- (πρβλ. ἀφ-, ἐπαφαυαίνω): παρατ. (καθ-) αύαινον Λουκ. Ἔρωτ. 12: μέλλ. αὐανῶ Σοφ., ἴδ. κατωτ.: ἀόρ. ηὔηνα ἢ αὔ- Ἡρόδ.· - Παθ., παρατ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514· ἀόρ. αὐάνθην ἢ αὔ-, ἴδε κατωτ. ἐξ- Ἡρόδ. 4. 151: μέλλ. αὐανθήσομαι (πρβλ. ἀφ-)· ἀλλ’ [[ὡσαύτως]] μέσ. αὐανοῦμαι [[μετὰ]] παθ. σημασ., Σοφ., ἴδε κατωτ. Χειρόγραφα καὶ ἐκδόται διαφωνοῦσιν ὡς πρὸς τὴν αὔξησιν: (περὶ τῆς ῥίζης ἴδε τὸ αὔω). Ξηραίνω, αὐανθὲν (ἐπὶ ξύλου) Ὀδ. Ι. 321· αὐαίνειν ἰχθῦς πρὸς ἥλιον Ἡρόδ. 1. 200, πρβλ. 2. 77, 92., 4. 172: - Παθ., Ξεν. Οἰκ. 16. 14., 19, 11, Ἀν. 2. 3, 16, κτλ. 2) [[καταξηραίνω]], [[μαραίνω]], αὐαίνει δ’ ἄτης ἄνθεα φυόμενα Σόλων 15. 35· αὐανθείς [[πυθμήν]], ξηρανθείς, Αἰσχύλ. Χο. 260· αὐανῶ βίον, θὰ [[φθείρω]] τὴν ζωὴν μου, θὰ μαρανθῶ, Σοφ. Ἠλ. 819· αὐανούμαι, θὰ μαρανθῶ, θὰ «λυώσω», ὁ αὐτ. Φ. 954· ηὐαινόμην θεώμενος Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 514. ΙΙ. ἀμετάβ. = τῷ Παθ., τὰς δὲ ὑστέρας ὧδε μελεδαίνειν, [[ὅκως]] [[μήτε]] ὑγραὶ ἕωσι [[μήτε]] [[λίαν]] αὐαίνουσαι Ἱππ. 598. 27. - Τὸ ἐνεργ. [[εἶναι]] σχετικῶς σπάνιον, ἰδίως ἐν τῷ δοκίμῳ Ἀττ. λόγῳ.
}}
{{bailly
|btext=<i>f.</i> αὑανῶ, <i>ao.</i> [[ηὕηνα]], <i>pf. inus.</i><br />faire sécher : ἰχθῦς πρὸς ἥλιον HDT des poissons au soleil ; <i>fig.</i> βίον SOPH laisser sa vie se consumer dans le chagrin ; <i>Pass.</i> être desséché : [[ῥόπαλον]] αὐανθέν OD bâton desséché ; <i>fig.</i> se dessécher (d’ennui, de chagrin, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' [[αὔω]], [[αὕω]].
}}
}}