ἅψος: Difference between revisions

153 bytes added ,  9 August 2017
Bailly1_1
(6_6)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἅψος''': -εος, τό, (ἅπτω) ἡ συναφὴ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἄρθρωσις, ἅψεα πάντα [[λύθεν]], πᾶσαι αἱ ἀρθρώσεις τῶν μελῶν αὐτῆς [διὰ τοῦ ὕπνου] ἐχαλαρώθησαν, Ὀδ. Δ. 794, Θ. 189· ἅψεα δεσμοῦ Ὀππ. Ἁλ. 3. 538.
|lstext='''ἅψος''': -εος, τό, (ἅπτω) ἡ συναφὴ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἄρθρωσις, ἅψεα πάντα [[λύθεν]], πᾶσαι αἱ ἀρθρώσεις τῶν μελῶν αὐτῆς [διὰ τοῦ ὕπνου] ἐχαλαρώθησαν, Ὀδ. Δ. 794, Θ. 189· ἅψεα δεσμοῦ Ὀππ. Ἁλ. 3. 538.
}}
{{bailly
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />attache d’un membre, articulation.<br />'''Étymologie:''' [[ἅπτω]]¹.
}}
}}