ἅψος

From LSJ

Τὰ πλεῖστα θνητοῖς τῶν κακῶν αὐθαίρετα → Ab ipsis fere parantur mala mortalibus → Von Sterblichen ist selbstgewählt das meiste Leid

Menander, Monostichoi, 499
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅψος Medium diacritics: ἅψος Low diacritics: άψος Capitals: ΑΨΟΣ
Transliteration A: hápsos Transliteration B: hapsos Transliteration C: apsos Beta Code: a(/yos

English (LSJ)

εος, τό, (ἅπτω) juncture, joint, λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα all his joints were relaxed [by sleep], Od.4.794, cf. Nic.Al.541; ἅψεα δεσμοῦ Opp.H.3.538: in plural, limbs, AP5.217 (Agath.), al.

Spanish (DGE)

-εος, τό
• Alolema(s): lat. absus Cels.4.13.3, 7.26.5; hapsus Caper 110.6, Cassiod.Ort.201.4
I plu.
1 articulaciones εὗδε ἀνακλινθεῖσα, λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα Od.4.794, 18.189, κακὸς τρόμος ἅψεα λύει Nic.Al.541, τῆς δ' ἅψεα πάντα λῦσε μόρος Q.S.1.252
nudo ἅψεα δεσμοῦ Opp.H.3.538.
2 miembros τρέμε δ' ἅψεα ... ἀδρανίῃ γήραι τε A.R.2.199, ἤ νύ σε θευμορίη περιδέδρομεν ἅψεα νοῦσος A.R.3.676, ἅψεα δὲ τροχόεντες ἐπιστίζουσι μὲν ἀλφοί Nic.Th.332, ὅθ' ἅψεα σίνατο παιδός Nic.Th.485, τὰ δ' ἡμίβρωτα κέχυνται ἅψεα Opp.H.2.294, μάστιξεν ῥαδινῆς ἅψεα θηλυτέρης AP 5.218 (Agath.), ἅψεα γηράσκει φροντίδι γυιοβόρῳ AP 5.26.4 (Paul.Sil.)
brazos ὑγρὰ περιπλέγδην ἅψεα δησαμένους AP (Paul.Sil.).
II vellón Caper l.c., Cassiod.l.c.
vedija Cels.l.c.

German (Pape)

[Seite 421] (ἅπτω), τό, die Verbindung, δεσμοῦ Opp. H. 3, 538; bes. der Glieder, der Gelenke, ἅψεα πάντα λύθεν, alle Glieder wurden vom Schlafe gelös't, Od. 4, 794. 18, 189. So Ap. Rh. 2, 199 ὀλίγος περὶ ἅψεα θυμός. Bei Orph. Arg. 739 scheint es verdorbene Lesart.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
attache d'un membre, articulation.
Étymologie: ἅπτω¹.

Russian (Dvoretsky)

ἅψος: εος τό связь, сочленение, pl. суставы, члены Hom.

Greek (Liddell-Scott)

ἅψος: -εος, τό, (ἅπτω) ἡ συναφὴ τῶν μελῶν τοῦ σώματος, ἄρθρωσις, ἅψεα πάντα λύθεν, πᾶσαι αἱ ἀρθρώσεις τῶν μελῶν αὐτῆς [διὰ τοῦ ὕπνου] ἐχαλαρώθησαν, Ὀδ. Δ. 794, Θ. 189· ἅψεα δεσμοῦ Ὀππ. Ἁλ. 3. 538.

English (Autenrieth)

εος (ἅπτω): joint, limb; λύθεν δέ οἱ ἅψεα πάντα, her ‘members’ were relaxed in sleep, Od. 4.794 and Od. 18.189.

Greek Monolingual

-ή, -ό
βλ. αψύς.

Greek Monotonic

ἅψος: -εος, τό (ἅπτω), αρμός, σε Ομήρ. Οδ.

Middle Liddell

ἅπτω, a joint, Od.