βαρυσύμφορος: Difference between revisions

Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''βᾰρῠσύμφορος''': -ον, ὁ ὑπὸ κακῆς τύχης βεβαρημένος, μόνον ἐν τῷ ὑπερθ. –ώτατος Ἡρόδ. 1. 45, Ἀππ. , κτλ.
|lstext='''βᾰρῠσύμφορος''': -ον, ὁ ὑπὸ κακῆς τύχης βεβαρημένος, μόνον ἐν τῷ ὑπερθ. –ώτατος Ἡρόδ. 1. 45, Ἀππ. , κτλ.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><i>seul. Sp.</i> βαρυσυμφορώτατος;<br />infortuné, malheureux.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[συμφορά]].
}}
}}