3,256,975
edits
(6_17) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαρύκτῠπος''': -ον, ὁ [[βαρέως]] κροτῶν, φοβερῶς ἠχῶν, ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 3, κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 79· [[ὡσαύτως]] τοῦ Ποσειδῶνος, Ἡσ. Θ. 818, Πίνδ. Ο. 1. 116· [[ὡσαύτως]] βᾰρυκτυπής, ές, Χρηστ. Σιβυλ. 8. 433. | |lstext='''βαρύκτῠπος''': -ον, ὁ [[βαρέως]] κροτῶν, φοβερῶς ἠχῶν, ἐπίθ. τοῦ [[Διός]], Ὕμν. Ὁμ. εἰς Δήμ. 3, κτλ., Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 79· [[ὡσαύτως]] τοῦ Ποσειδῶνος, Ἡσ. Θ. 818, Πίνδ. Ο. 1. 116· [[ὡσαύτως]] βᾰρυκτυπής, ές, Χρηστ. Σιβυλ. 8. 433. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br />qui frappe avec un bruit sourd <i>ou</i> retentissant (<i>ép. de Zeus, de Poséidon, de la mer</i>).<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[κτύπος]]. | |||
}} | }} |