3,277,114
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀχείρωτος''': -ον, ὁ μὴ χειρωθείς, μὴ ὑποταχθείς, Θουκ. 6. 10, Διόδ. 5. 15, ΙΙ. ἀχ. [[φύτευμα]], ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Σοφ. Ο. Κ. 698· ὁ [[Πολυδ]]. Β,΄ 158 ἑρμηνεύει τὴν λὲξιν ἀχειρούργητον, «ἀχείρωτον δὲ Σοφοκλῆς εἴρηκε τὸ ἀχειρούργητον», ὅ ἐ. αὐτοφυές, μὴ φυτευθὲν ὑπὸ χειρὸς ἀνθρώπου. | |lstext='''ἀχείρωτος''': -ον, ὁ μὴ χειρωθείς, μὴ ὑποταχθείς, Θουκ. 6. 10, Διόδ. 5. 15, ΙΙ. ἀχ. [[φύτευμα]], ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Σοφ. Ο. Κ. 698· ὁ [[Πολυδ]]. Β,΄ 158 ἑρμηνεύει τὴν λὲξιν ἀχειρούργητον, «ἀχείρωτον δὲ Σοφοκλῆς εἴρηκε τὸ ἀχειρούργητον», ὅ ἐ. αὐτοφυές, μὴ φυτευθὲν ὑπὸ χειρὸς ἀνθρώπου. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non conquis;<br /><b>2</b> non façonné <i>ou</i> planté par la main de l’homme.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χειρόω]]. | |||
}} | }} |