Anonymous

ἀχείρωτος: Difference between revisions

From LSJ
Bailly1_1
(6_18)
(Bailly1_1)
Line 15: Line 15:
{{ls
{{ls
|lstext='''ἀχείρωτος''': -ον, ὁ μὴ χειρωθείς, μὴ ὑποταχθείς, Θουκ. 6. 10, Διόδ. 5. 15, ΙΙ. ἀχ. [[φύτευμα]], ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Σοφ. Ο. Κ. 698· ὁ [[Πολυδ]]. Β,΄ 158 ἑρμηνεύει τὴν λὲξιν ἀχειρούργητον, «ἀχείρωτον δὲ Σοφοκλῆς εἴρηκε τὸ ἀχειρούργητον», ὅ ἐ. αὐτοφυές, μὴ φυτευθὲν ὑπὸ χειρὸς ἀνθρώπου.
|lstext='''ἀχείρωτος''': -ον, ὁ μὴ χειρωθείς, μὴ ὑποταχθείς, Θουκ. 6. 10, Διόδ. 5. 15, ΙΙ. ἀχ. [[φύτευμα]], ἐπὶ τῆς ἐλαίας, Σοφ. Ο. Κ. 698· ὁ [[Πολυδ]]. Β,΄ 158 ἑρμηνεύει τὴν λὲξιν ἀχειρούργητον, «ἀχείρωτον δὲ Σοφοκλῆς εἴρηκε τὸ ἀχειρούργητον», ὅ ἐ. αὐτοφυές, μὴ φυτευθὲν ὑπὸ χειρὸς ἀνθρώπου.
}}
{{bailly
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> non conquis;<br /><b>2</b> non façonné <i>ou</i> planté par la main de l’homme.<br />'''Étymologie:''' ἀ, [[χειρόω]].
}}
}}