3,241,406
edits
(6_18) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βαρύτλητος''': -ον, ὁ μέγα βάρος ὑπομένων, βαρὺ [[φορτίον]] φέρων, Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 420. 4· Ἀττικίηβαρ. Ἀνθ. Π. 7. 343. ΙΙ. παθ., ὃν δὲν δύναταί τις εὐκόλως νὰ ὑποφέρῃ, ὀδύναι Ἀνθ. Πλατ. 4. 245. | |lstext='''βαρύτλητος''': -ον, ὁ μέγα βάρος ὑπομένων, βαρὺ [[φορτίον]] φέρων, Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 420. 4· Ἀττικίηβαρ. Ἀνθ. Π. 7. 343. ΙΙ. παθ., ὃν δὲν δύναταί τις εὐκόλως νὰ ὑποφέρῃ, ὀδύναι Ἀνθ. Πλατ. 4. 245. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> difficile à supporter, intolérable;<br /><b>2</b> qui supporte avec peine.<br />'''Étymologie:''' [[βαρύς]], [[τλῆναι]]. | |||
}} | }} |