βαρύτλητος
ξυνῆλθεν ἀτταγᾶς τε καὶ νουμήνιος → birds of a feather flock together, the francolin and the new-moon bird get together
English (LSJ)
Dor. βαρύτλᾱτος, ον,
A bearing heavy weight, dub. in Naumach. ap. Stob.4.22.32; unfortunate, Ἀττικίη β. AP7.343.
II Pass., ill to bear, συμφορά B.13.4; ὀδύναι APl.4.245 (Leont.).
Spanish (DGE)
(βᾰρύτλητος) -ον
• Alolema(s): βᾰρύτλᾱτος B.14.4
1 difícil de soportar, intolerable ὀδύναι AP 16.245 (Leont.).
2 cargado de desgracia συμφορὰ ... β. μολοῦσα B.l.c., ref. a Ilitia λαγόνες Naumach.3 (cj.)
•fig. lacerado, desconsolado Ἀττικίη AP 7.343.
German (Pape)
[Seite 435] 1) schwer zu dulden, ὀδύναι Leont. 13 (Plan. 245). – 2) schwer duldend, Ἀττική Ep. ad. 690 (VII, 349); Naumach. Stob. fl. 58, 5.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 difficile à supporter, intolérable;
2 qui supporte avec peine.
Étymologie: βαρύς, τλῆναι.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
βαρύτλητος -ον, Dor. βαρύτλᾱτος βαρύς, τλῆναι moeilijk te verdragen.
Russian (Dvoretsky)
βαρύτλητος: тяжело страдающий (sc. μήτηρ Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
βαρύτλητος: -ον, ὁ μέγα βάρος ὑπομένων, βαρὺ φορτίον φέρων, Ναυμάχ. παρὰ Στοβ. 420. 4· Ἀττικίηβαρ. Ἀνθ. Π. 7. 343. ΙΙ. παθ., ὃν δὲν δύναταί τις εὐκόλως νὰ ὑποφέρῃ, ὀδύναι Ἀνθ. Πλατ. 4. 245.
Greek Monolingual
βαρύτλητος, -ον (Α)
1. βαριόμοιρος, δύστυχος
2. (για συμφορά) ανυπόφορος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + (θ.)τλᾱ-, τλήναι (πρβλ. άτλητος)).
Greek Monotonic
βᾰρύτλητος: -ον, I. αυτός που υπομένει βαρύ φορτίο, σε Ανθ.
II. Παθ., αυτός τον οποίο είναι δύσκολο να υποφέρει κανείς, δυσβάσταχτος, στο ίδ.
Middle Liddell
I. bearing a heavy weight, Anth.
II. pass. ill to bear, Anth.
Translations
intolerable
Azerbaijani: dözülməz; Belarusian: нязносны, невыносны, нясцерпны; Bulgarian: нетърпим; Catalan: intolerable; Chinese Mandarin: 难以忍受的,難以忍受的/难以忍受的,难以忍受的; Esperanto: netolerebla; Finnish: sietämätön; French: intolérable; Galician: intolerable; German: unerträglich; Greek: αβάσταγος, αβάσταχτος, ανταγιάντιστος, ανυπόφερτος, ανυπόφορος, απάλευτος, ασήκωτος, αφόρητος, δεν αντέχεται, δεν τρώγεται, δυσβάστακτος, δυσβάσταχτος, δυσκολοβάσταχτος, δυσκολοϋπόφερτος; Ancient Greek: ἀβάστακτος, ἄβιος, ἀβίωτος, ἀκαταφόρητος, ἀνυπομόνητος, ἀνυπότλητος, ἀνυπόφορος, ἀπρόϊτος, ἀστεργής, ἄτλατος, ἄτλητος, ἄφερτος, ἀφόρητος, βαρύτλητος, βαρύτλατος, δυσανάσχετος, δυσβάστακτος, δυσέκδεκτος, δυσκόμιστος, δύσλοφος, δύσοιστος, δυσύποιστος, δυσυπομένητος, δυσυπομόνητος, δυσφερής, δύσφορος, οὐ τλητός, οὐ φορητός, οὐκ ἀνασχετός, οὐκ ἀνεκτός, οὐχ ὑποστατός, πάνδεινος; Icelandic: óþolandi; Latin: intolerabilis, intolerandus; Norwegian Bokmål: uutholdelig; Polish: nieznośny; Portuguese: intolerável; Russian: невыносимый, нестерпимый, несносный; Spanish: intolerable; Thai: เหลืออด, เหลือทน, สุดจะทน; Tocharian B: ekalätte; Ukrainian: незносний, нестерпний; Urdu: ناقابِلِ بَرْداشْت