3,274,498
edits
(6_16) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βελτίων''': -ον, γεν. -ονος, συγκρ. τοῦ [[ἀγαθός]], [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ. ([[διότι]] ἐν Ὀδ. Ρ. 18, βέλτερον ἤδη ἐγένετο δεκτὸν ὡς ὀρθότερον)· βέλτιόν [ἐστι], [[εἶναι]] ὀρθόν, [[πρέπον]], συμφέρον, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 1· μανθάνειν βελτίονα Σοφ. Ἀποσπ. 779. 5· ἐπὶ τὸ βέλτιον χωρεῖν, βελτιοῦσθαι, προχωρεῖν, Θουκ. 7. 50· [[οὕτως]], ἐπὶ τὸ β. ἐλθεῖν Δείναρχ. 98. 25· ἄγειν ὁ αὐτ. 94. 2· τά βελτίω προσδοκᾶν ἀεὶ Ἀπολλόδ. Παιδ. 1. [ῑ Ἀττ., [[ἀλλά]] βέλτῐον Μίμνερμ. 2.10]. | |lstext='''βελτίων''': -ον, γεν. -ονος, συγκρ. τοῦ [[ἀγαθός]], [[οὐδαμοῦ]] παρ’ Ὁμ. ([[διότι]] ἐν Ὀδ. Ρ. 18, βέλτερον ἤδη ἐγένετο δεκτὸν ὡς ὀρθότερον)· βέλτιόν [ἐστι], [[εἶναι]] ὀρθόν, [[πρέπον]], συμφέρον, Ἀριστ. Πολ. 2. 6, 1· μανθάνειν βελτίονα Σοφ. Ἀποσπ. 779. 5· ἐπὶ τὸ βέλτιον χωρεῖν, βελτιοῦσθαι, προχωρεῖν, Θουκ. 7. 50· [[οὕτως]], ἐπὶ τὸ β. ἐλθεῖν Δείναρχ. 98. 25· ἄγειν ὁ αὐτ. 94. 2· τά βελτίω προσδοκᾶν ἀεὶ Ἀπολλόδ. Παιδ. 1. [ῑ Ἀττ., [[ἀλλά]] βέλτῐον Μίμνερμ. 2.10]. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=ων, ον ; <i>gén.</i> ονος;<br /><i>Cp. de</i> [[ἀγαθός]] : meilleur ; <i>neutre adv.</i> • βέλτιον, mieux ; βέλτιόν (ἐστι) avec l’inf. il est préférable de, il vaut mieux ; <i>abs.</i> cela est préférable.<br />'''Étymologie:''' [[βέλτιστος]] et [[βέλτερος]]. | |||
}} | }} |