3,274,447
edits
(6_6) |
(Bailly1_1) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''βένθος''': -εος, τό, ποιητ. ἀντὶ [[βάθος]], ὡς [[πένθος]], [[πάθος]], τὸ [[βάθος]] τῆς θαλάσσης, κατὰ [[βένθος]] ἁλὸς Ἰλ. Σ. 38. 49· ἁλὸς βένθοσδε Ὀδ. Δ. 780., Θ. 51· - ἐν τῷ πληθ., [[ὅστε]] θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν Α. 53· ἐν βένθεσσιν ἁλός Ἰλ. Λ. 358· βένθεσι λίμνης ὁ αὐτ. Ν. 21, 32· - [[ὡσαύτως]], βαθείης βένθεσιν ὕλης Ὀδ. Ρ. 316· - μεταφ. βένθεϊ σῆς κραδίης Ἀνθ. II. 5. 274· - Ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδάρω καὶ [[ἅπαξ]] ἢ δὶς παρὰ Τραγ. ἐν χορικοῖς, Εύρ. Ἀποσπ., πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 666. | |lstext='''βένθος''': -εος, τό, ποιητ. ἀντὶ [[βάθος]], ὡς [[πένθος]], [[πάθος]], τὸ [[βάθος]] τῆς θαλάσσης, κατὰ [[βένθος]] ἁλὸς Ἰλ. Σ. 38. 49· ἁλὸς βένθοσδε Ὀδ. Δ. 780., Θ. 51· - ἐν τῷ πληθ., [[ὅστε]] θαλάσσης πάσης βένθεα οἶδεν Α. 53· ἐν βένθεσσιν ἁλός Ἰλ. Λ. 358· βένθεσι λίμνης ὁ αὐτ. Ν. 21, 32· - [[ὡσαύτως]], βαθείης βένθεσιν ὕλης Ὀδ. Ρ. 316· - μεταφ. βένθεϊ σῆς κραδίης Ἀνθ. II. 5. 274· - Ἐν χρήσει [[ὡσαύτως]] παρὰ Πινδάρω καὶ [[ἅπαξ]] ἢ δὶς παρὰ Τραγ. ἐν χορικοῖς, Εύρ. Ἀποσπ., πρβλ. Ἀριστοφ. Βατρ. 666. | ||
}} | |||
{{bailly | |||
|btext=<i>ion.</i> -εος, <i>att.</i> -ους (τό) :<br />fond, profondeur.<br />'''Étymologie:''' poét. cf. [[βάθος]]. | |||
}} | }} |